ἐργαστήριον: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ergastirion | |Transliteration C=ergastirion | ||
|Beta Code=e)rgasth/rion | |Beta Code=e)rgasth/rion | ||
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> any place in which [[work]] is done: [[workshop]], [[factory]], Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9; attached to a [[mine]], ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22; [[butcher's shop]], Ar.Eq.744; [[perfumer's shop]], Hyp.Ath.6; [[barber's shop]], Plu.2.973b; μισθώσασθαι ἐργαστήριον πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphemism for a [[brothel]], D.59.67, Alciphr.Fr.5.1.<br><span class="bld">2</span> metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργαστήριον X.HG3.4.17; λόγων ἐργαστήριον Lib.Or.55.34.<br><span class="bld">b</span> of persons, [[gang]], συκοφαντῶν ἐργαστήριον D.39.2,40.9; πειρατικὸν ἐργαστήριον Hld.5.20.<br><span class="bld">c</span> as adjective, φάρμακον ἐργαστήριον τινός Sch.S.Tr.846. | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> any place in which [[work]] is done: [[workshop]], [[factory]], [[Herodotus|Hdt.]]4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9; attached to a [[mine]], ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22; [[butcher's shop]], Ar.Eq.744; [[perfumer's shop]], Hyp.Ath.6; [[barber's shop]], Plu.2.973b; μισθώσασθαι ἐργαστήριον πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphemism for a [[brothel]], D.59.67, Alciphr.Fr.5.1.<br><span class="bld">2</span> metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργαστήριον X.HG3.4.17; λόγων ἐργαστήριον Lib.Or.55.34.<br><span class="bld">b</span> of persons, [[gang]], συκοφαντῶν ἐργαστήριον D.39.2,40.9; πειρατικὸν ἐργαστήριον Hld.5.20.<br><span class="bld">c</span> as adjective, φάρμακον ἐργαστήριον τινός Sch.S.Tr.846. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:01, 4 September 2023
English (LSJ)
τό,
A any place in which work is done: workshop, factory, Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9; attached to a mine, ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22; butcher's shop, Ar.Eq.744; perfumer's shop, Hyp.Ath.6; barber's shop, Plu.2.973b; μισθώσασθαι ἐργαστήριον πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphemism for a brothel, D.59.67, Alciphr.Fr.5.1.
2 metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργαστήριον X.HG3.4.17; λόγων ἐργαστήριον Lib.Or.55.34.
b of persons, gang, συκοφαντῶν ἐργαστήριον D.39.2,40.9; πειρατικὸν ἐργαστήριον Hld.5.20.
c as adjective, φάρμακον ἐργαστήριον τινός Sch.S.Tr.846.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Übertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν ὄντως πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
endroit où l'on travaille :
1 fabrique, atelier;
2 boutique, échoppe.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐργαστήριον: τό
1 мастерская (τοῦ κναφέος Her.): ὥστε τὴν πόλιν οἴεσθαι πολέμου ἐ. εἶναι Xen. так что город (Эфес) мог показаться военной мастерской;
2 каменоломня или копь Dem.;
3 лавка Arph., Luc.;
4 цирюльня Plut.;
5 притон Dem.;
6 сборище, шайка (συκοφαντῶν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστήριον: τὸ, τόπος ἐν ᾧ γίνεται ἐργασία, ἐργαστήριον ἢ ἐργοστάσιον ἔνθα τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· μεταλλεῖον, λατομεῖον, αὐτόθι 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· κουρεῖον, Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, χαμαιτυπεῖον, Δημ. 1367. 26 (ἴδε ἐργάζομαι ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.
Greek Monotonic
ἐργαστήριον: τό, οποιοδήποτε μέρος στο οποίο εκτελείται εργασία, εργαστήριο, κατασκευαστήριο, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταλλείο, λατομείο, ορυχείο, σε Δημ.· χασάπικο, κρεοπωλείο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐργαστήριον, ου, τό,
any place in which work is done: a workshop, manufactory, Hdt., attic: a mine, quarry, Dem.:— a butcher's shop, Ar.