οὐδαμός: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oudamos | |Transliteration C=oudamos | ||
|Beta Code=ou)damo/s | |Beta Code=ou)damo/s | ||
|Definition=οὐδαμή, οὐδαμόν, for <b class="b3">οὐδὲ ἀμός</b>, [[not any one]], [[no one]], like [[οὐδείς]], A.D.''Pron.''57.2: used only in plural and only by Ion. writers (= Att. [[οὐδένες]]) <b class="b3">, οὐδαμοί, οὐδαμῶν</b>, etc., [[none]], Hdt.1.18,24,57, al.; <b class="b3">πρήγματα… οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω</b>, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. [[μηδαμός]]. | |Definition=οὐδαμή, οὐδαμόν, for <b class="b3">οὐδὲ ἀμός</b>, [[not any one]], [[no one]], like [[οὐδείς]], A.D.''Pron.''57.2: used only in plural and only by Ion. writers (= Att. [[οὐδένες]]) <b class="b3">, οὐδαμοί, οὐδαμῶν</b>, etc., [[none]], [[Herodotus|Hdt.]]1.18,24,57, al.; <b class="b3">πρήγματα… οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω</b>, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. [[μηδαμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:04, 4 September 2023
English (LSJ)
οὐδαμή, οὐδαμόν, for οὐδὲ ἀμός, not any one, no one, like οὐδείς, A.D.Pron.57.2: used only in plural and only by Ion. writers (= Att. οὐδένες) , οὐδαμοί, οὐδαμῶν, etc., none, Hdt.1.18,24,57, al.; πρήγματα… οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. μηδαμός.
German (Pape)
[Seite 408] d. i. οὐδὲ ἀμός, = οὐδείς, auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon οὐδαμῇ, οὐδαμῶς u. ä.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 aucun, pas un;
2 sans valeur.
Étymologie: οὐδέ, ἀμός.
Russian (Dvoretsky)
οὐδαμός: (только pl.)
1 ни один, никакой (οὐδαμοὶ Ἰώνων Her.);
2 ничего не стоящий, незначительный, ничтожный: οὐδένες ἐόντες, ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι ἐναπεδεικνύατο Her. будучи (сами) ничтожны, они выделялись только среди ничтожных.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμός: -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ οὐδείς, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. μηδαμός.
Greek Monolingual
οὐδαμός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.).
επίρρ...
ουδαμώς (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς)
κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. μηδαμός)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμός: -ή, -όν αντί οὐδὲἀμός, Ιων. αντί οὐδ-είς, ούτε καν ένας, κανένας, μόνο στον πληθ., κανείς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
οὐδ-ᾰμός, ή, όν [for οὐδὲ ἀμός, ionic for οὐδείς
not even one, no one, only in plural, none, Hdt.