κατακυλίνδω: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakylindo | |Transliteration C=katakylindo | ||
|Beta Code=katakuli/ndw | |Beta Code=katakuli/ndw | ||
|Definition=or [[κατακυλίω]] (J.''BJ''6.1.6:—Med., v. infr.), [[roll down]], D.H.11.26, [[LXX]] ''Je.''28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. ''Tact.''11.6:—Pass., to [[be rolled down]] or [[thrown off]], Hdt.1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.''BJ''4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14. | |Definition=or [[κατακυλίω]] (J.''BJ''6.1.6:—Med., v. infr.), [[roll down]], D.H.11.26, [[LXX]] ''Je.''28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. ''Tact.''11.6:—Pass., to [[be rolled down]] or [[thrown off]], [[Herodotus|Hdt.]]1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.''BJ''4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
or κατακυλίω (J.BJ6.1.6:—Med., v. infr.), roll down, D.H.11.26, LXX Je.28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. Tact.11.6:—Pass., to be rolled down or thrown off, Hdt.1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Cyr.5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.BJ4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14.
German (Pape)
[Seite 1357] oder κατακυλίω, herabwälzen, herabrollen; μὴ κατακυλισθῇ Her. 5, 16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen. Cyr. 5, 3, 1; Sp., wie D. Hal. 4, 26. – Adj. verb. κατακυλιστός, Sp.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κατακυλίω;
ao. Pass. κατεκυλίσθην, part. pf. Pass. κατακεκυλισμένος;
faire rouler de haut en bas.
Étymologie: κατά, κυλίνδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κυλίνδω, pass. naar beneden gerold worden:. κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden geworpen Xen. Cyr. 5.3.1.
Russian (Dvoretsky)
κατακῠλίνδω: Her., Xen. = κατακυλίω.
Greek Monolingual
κατακυλίνδω (Α)
κατακυλίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίνδω «κυλάω»].
Greek Monotonic
κατακῠλίνδω: ή -κυλίω, μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ -εκυλίσθην· κυλώ προς τα κάτω — Παθ., κυλιέμαι προς τα κάτω ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατακῠλίνδω: ἢ -κυλίω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- κυλίω πρὸς τὰ κάτω, κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας ἄνωθεν Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ κάτω, ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα.
Middle Liddell
or -κυλίω fut. -κυλίσω aor2 pass. -εκυλίσθην
to roll down:—Pass. to be rolled down or thrown off, Hdt., Xen.