φρενοβλαβής: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frenovlavis | |Transliteration C=frenovlavis | ||
|Beta Code=frenoblabh/s | |Beta Code=frenoblabh/s | ||
|Definition=φρενοβλαβές, ([[βλάπτω]]) [[deranged]], [[crazy]], Hdt.2.120, Eup.181.7, Luc.''Syr.D.''43, Hierocl.''in CA'' 24p.472M., etc. | |Definition=φρενοβλαβές, ([[βλάπτω]]) [[deranged]], [[crazy]], [[Herodotus|Hdt.]]2.120, Eup.181.7, Luc.''Syr.D.''43, Hierocl.''in CA'' 24p.472M., etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
φρενοβλαβές, (βλάπτω) deranged, crazy, Hdt.2.120, Eup.181.7, Luc.Syr.D.43, Hierocl.in CA 24p.472M., etc.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, am Verstande verletzt, dah. wahnsinnig, unsinnig; Eup. bei Plut. Nic. 4; Her. 2, 120, adv. φρενοβλαβῶς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a la raison atteinte, fou.
Étymologie: φρήν, βλάπτω.
Russian (Dvoretsky)
φρενοβλᾰβής: помешанный, безумный Her., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοβλᾰβής: -ές, (βλάπτω) ὁ βεβλαμμένος τὰς φρένας, παράφρων, μανικός, Λατ. mente captus, Ἡρόδ. 2. 120, Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5. 8, Λουκ., κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια, τρελός.
επίρρ...
φρενοβλαβῶς Μ
κατά τρόπο παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός
+ -βλαβής (< βλάβη / βλάβος), πρβλ. ψυχοβλαβής].
Greek Monotonic
φρενοβλᾰβής: -ές (βλάπτω), αυτός που έχει βλάβη στο μυαλό, παράφρων, Λατ. mente captus, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
φρενο-βλᾰβής, ές βλάπτω
damaged in the understanding, deranged, Lat. mente captus, Hdt.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό φρήν + βλάπτω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις βλάβη καί φρήν.