θαμινός: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θᾰμῐνός, ή, όν<br />[[frequent]], in neut. pl. [[θαμινά]]:—asAdv. = [[θαμά]], Pind., | |mdlsjtxt=θᾰμῐνός, ή, όν<br />[[frequent]], in neut. pl. [[θαμινά]]:—asAdv. = [[θαμά]], Pind., Attic [v. [[θαμέες]].] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 21 September 2023
English (LSJ)
and θαμινός (h.Merc.44, Call.Aet.3.1.36, Nic.Th.239 (v.l.); θαμεινός Choerob. in An.Ox.2.180), ή, όν, crowded, close-set, Call.Cer. 65, Lyr.Alex.Adesp.7.14: usually neut. pl. θαμινά, as adverb = θαμά, Pi. O.1.53, Pae.6.16, Ar.Pl.292 (lyr.), X.Mem.3.11.15, An.4.1.16 (v.l. θαμεινά): sg., θαμινόν A.R.3.1266: Sup. θαμινώτατος Suid. Adv. θαμινῶς Hsch.: Comp. θαμινώτερον Parth.Fr.29.
German (Pape)
[Seite 1185] (θαμά, vgl. θαμειός), häufig, θαμινώτατος erkl. Suid. πυκνότατος. Gebräuchlich scheint nur θαμινά adverbial, häufig, oft, Pind. Ol. 1, 53 N. 3, 42; in Prosa, Xen. Mem. 3, 11, 15 u. A. – VLL. haben auch adv. θαμινῶς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fréquent ; pl. neutre adv. • θαμινά fréquemment.
Étymologie: θαμά.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῐνός: -ή, -όν, = θαμειός, ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. θαμινά, ὡς ἐπίρρ. = θαμά, Πίνδ. Ο. 1. 85, Ἀριστοφ. Πλ. 292, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· - συγκρ. θαμινώτατος Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θαμινός και θαμεινός, -ή, -όν (Α)
1. συχνός, πυκνός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά
συχνά.
επίρρ...
θαμινώς (Α)
θαμά, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)].
Greek Monotonic
θᾰμῐνός: -ή, -όν, συχνός, στο ουδ. πληθ. θαμινά· ως επίρρ. = θαμά, σε Πίνδ., Αττ.· βλ. θαμέες.
Middle Liddell
θᾰμῐνός, ή, όν
frequent, in neut. pl. θαμινά:—asAdv. = θαμά, Pind., Attic [v. θαμέες.]