Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνιψ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνίψ]], -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[σκνίπα]] («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' [[ἄττα]], <i>κνῖπες</i>, οἵ, [[ὅταν]] ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[μυρμήγκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κνῑπες</i><br />α) καταφαγωμένα μάτια<br />β) ζωύφια που τρώνε το [[ξύλο]] («κνῑπες<br />ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει [[μάλλον]] στην [[ίδια]] [[μεγάλη]] [[οικογένεια]] με τα [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνύω]], [[κνίδη]], [[κνῖσα]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «[[τσιμπώ]]», όπως [[είναι]] τα λεττον. <i>kniebt</i>, <i>knipet</i> και το μσν. ολλ. <i>nipen</i>. Έχει [[ωστόσο]] διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[δάνειο]] αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η [[λαιμαργία]] του εντόμου έδωσε στο [[κνιπός]] τη σημ. «[[πλεονέκτης]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν <i>κνῖπες</i> και η φλόγωσή τους [[κνιπότης]]. Τέλος, η φωνητική [[ομοιότητα]] με τα [[κνέφας]], [[κνεφαίος]] έδωσαν τη σημ. «[[σκοτεινός]]» στα [[σκνιφαίος]], <i>σκνιφόν</i>. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[κνίπειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνιπολόγος]].
|mltxt=[[κνίψ]], -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[σκνίπα]] («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' [[ἄττα]], <i>κνῖπες</i>, οἵ, [[ὅταν]] ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> μικρό [[μυρμήγκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <i>οἱ κνῑπες</i><br />α) καταφαγωμένα μάτια<br />β) ζωύφια που τρώνε το [[ξύλο]] («κνῖπες<br />ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανήκει [[μάλλον]] στην [[ίδια]] [[μεγάλη]] [[οικογένεια]] με τα [[κνίζω]], <i>κνῶ</i>, [[κνύω]], [[κνίδη]], [[κνῖσα]] κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «[[τσιμπώ]]», όπως [[είναι]] τα λεττον. <i>kniebt</i>, <i>knipet</i> και το μσν. ολλ. <i>nipen</i>. Έχει [[ωστόσο]] διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[δάνειο]] αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η [[λαιμαργία]] του εντόμου έδωσε στο [[κνιπός]] τη σημ. «[[πλεονέκτης]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν <i>κνῖπες</i> και η φλόγωσή τους [[κνιπότης]]. Τέλος, η φωνητική [[ομοιότητα]] με τα [[κνέφας]], [[κνεφαίος]] έδωσαν τη σημ. «[[σκοτεινός]]» στα [[σκνιφαίος]], <i>σκνιφόν</i>. ΠΑΡ <b>αρχ.</b> [[κνίπειος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κνιπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κνιπολόγος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Greek Monolingual

κνίψ, -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)
1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)
2. μικρό μυρμήγκι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κνῑπες
α) καταφαγωμένα μάτια
β) ζωύφια που τρώνε το ξύλο («κνῖπες
ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει μάλλον στην ίδια μεγάλη οικογένεια με τα κνίζω, κνῶ, κνύω, κνίδη, κνῖσα κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «τσιμπώ», όπως είναι τα λεττον. kniebt, knipet και το μσν. ολλ. nipen. Έχει ωστόσο διατυπωθεί και η άποψη ότι αποτελεί δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η λαιμαργία του εντόμου έδωσε στο κνιπός τη σημ. «πλεονέκτης, φιλάργυρος, τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν κνῖπες και η φλόγωσή τους κνιπότης. Τέλος, η φωνητική ομοιότητα με τα κνέφας, κνεφαίος έδωσαν τη σημ. «σκοτεινός» στα σκνιφαίος, σκνιφόν. ΠΑΡ αρχ. κνίπειος
αρχ.-μσν.
κνιπός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνιπολόγος.