χρίσμα: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που επαλείφεται σε μια [[επιφάνεια]], [[επίχρισμα]], [[επάλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χριστιανικό [[μυστήριο]] που τελείται [[αμέσως]] [[μετά]] το [[βάπτισμα]] και συνδέεται με την [[χορήγηση]] στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυψη]] επιφάνειας με μια [[ουσία]], [[επίχριση]], [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> το άγιο [[μύρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επίσημη [[αναγνώριση]], [[ανακήρυξη]], [[αναγόρευση]] («έλαβε το [[χρίσμα]] του υποψήφιου προέδρου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μύρο]], μυρωδικό<br /><b>2.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]]<br /><b>3.</b> ασβεστοκονίαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[χρῖμα]], σχηματισμένος από το θ. <i>χρῑσ</i>- του [[χρίω]] «[[αλείφω]]» ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i> | |mltxt=-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που επαλείφεται σε μια [[επιφάνεια]], [[επίχρισμα]], [[επάλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> χριστιανικό [[μυστήριο]] που τελείται [[αμέσως]] [[μετά]] το [[βάπτισμα]] και συνδέεται με την [[χορήγηση]] στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικάλυψη]] επιφάνειας με μια [[ουσία]], [[επίχριση]], [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> το άγιο [[μύρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επίσημη [[αναγνώριση]], [[ανακήρυξη]], [[αναγόρευση]] («έλαβε το [[χρίσμα]] του υποψήφιου προέδρου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μύρο]], μυρωδικό<br /><b>2.</b> το [[χοιρινό]] [[λίπος]]<br /><b>3.</b> ασβεστοκονίαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[χρῖμα]], σχηματισμένος από το θ. <i>χρῑσ</i>- του [[χρίω]] «[[αλείφω]]» ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>χρῖσ</i>-<i>α</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
-ατος, το / χρῑσμα, ΝΜΑ
1. καθετί που επαλείφεται σε μια επιφάνεια, επίχρισμα, επάλειμμα
2. εκκλ. χριστιανικό μυστήριο που τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και συνδέεται με την χορήγηση στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος
νεοελλ.
1. επικάλυψη επιφάνειας με μια ουσία, επίχριση, επάλειψη
2. εκκλ. το άγιο μύρο
3. μτφ. επίσημη αναγνώριση, ανακήρυξη, αναγόρευση («έλαβε το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου»)
αρχ.
1. μύρο, μυρωδικό
2. το χοιρινό λίπος
3. ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του χρῖμα, σχηματισμένος από το θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ-χρῖσ-α)].