ὠκύποινος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>[[schnell]] [[rächend]], [[strafend]]</i>, und pass., <i>[[schnell]] [[bestraft]]</i>, [[παραιβασία]] Aesch. <i>Spt</i>. 725.
|ptext=<i>[[schnell rächend]], [[strafend]]</i>, und pass., <i>[[schnell bestraft]]</i>, [[παραιβασία]] Aesch. <i>Spt</i>. 725.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύποινος:''' -ον ([[ποινή]]), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὠκύποινος:''' -ον ([[ποινή]]), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠκύ-ποινος, ον, [[ποινή]]<br />[[quickly]]-avenged, Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:50, 2 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠποινος Medium diacritics: ὠκύποινος Low diacritics: ωκύποινος Capitals: ΩΚΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: ōkýpoinos Transliteration B: ōkypoinos Transliteration C: okypoinos Beta Code: w)ku/poinos

English (LSJ)

ὠκύποινον, quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.

German (Pape)

schnell rächend, strafend, und pass., schnell bestraft, παραιβασία Aesch. Spt. 725.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύποινος].

Greek Monotonic

ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.