ἐξομματόω: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἐξομματῶ]] :<br />ouvrir les yeux, faire voir clair ; rendre clair, faire briller.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄμμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:50, 19 March 2024
English (LSJ)
A open the eyes of, τὰ τεως μεμυκότα καὶ τυφλά Ph.1.455:—Pass., to be restored to sight, ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται S.Fr.710, cf. Ph.1.109, Ael.NA17.20.
2 metaph., make clear or plain, φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα A.Pr. 499.
II bereave of eyes, E.Fr.541.
German (Pape)
[Seite 886] 1) sehend machen, die Augen öffnen; ἀντὶ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ar. Plut. 635; vgl. Ael. H. A. 17, 20. Dah. von Sachen, aufhellen, deutlich machen, σήματα, πρόσθεν ὄντ' ἐπάργεμα Aesch. Prom. 497. – 2) der Augen berauben, blenden, Eur. bei gehol. Phoen. 61 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐξομματῶ :
ouvrir les yeux, faire voir clair ; rendre clair, faire briller.
Étymologie: ἐξ, ὄμμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐξομμᾰτόω:
1 открывать (кому-л.) глаза, делать зрячим: ἀντὶ τυφλοῦ ἐξομματοῦσθαι Arph. из слепца стать зрячим;
2 открывать, являть, делать очевидным (φλογωπὰ σήματα Aesch.);
3 лишать глаз, ослеплять (τινα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξομμᾰτόω: ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς τινος, κάμνω αὐτὸν νὰ βλέπῃ, Παθ., ἀνακτῶμαι τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀναβλέπω, ἀντὶ γὰρ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635, («ἐκ Φινέως Σοφοκλέους ὁ στίχος» Σχόλ.) πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 17. 20. 2) μεταφ., καθιστῶ τι σαφὲς ἢ φανερόν, φλογωπά σήματα ἐξωμμάτωσα Αἰσχύλ. Προμ. 499. ΙΙ. ἐξορύττω τοὺς ὀφθαλμούς, ἐκτυφλῶ, τυφλώνω, Λατ. exoculare, Εὐρ. Ἀποσπ. 545· ― ἐξομματίζω, μεταγεν. τύπος, «ἡ δὲ συνήθεια τὸ ἐξομματίζω (χυδ. «ξεμματίζω») ἐπὶ τοῦ καθαίρειν τοὺς κυάμους, τὴν προεστηκυῖαν μέλαιναν οὐλήν, οἷον ὀφθαλμὸν ἐκκόπτοντας, καταχρηστικῶς τέταχεν· ὅθεν καὶ ἐξωμματισμένα κοκκία τοὺς οὕτω καθαρθέντας κυάμους λέγομεν» Κοραῆ σημ. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. (5. 11) σ. 310.
Greek Monotonic
ἐξομμᾰτόω: μέλ. -ώσω,
I. ανοίγω τα μάτια κάποιου — Παθ., βρίσκω, ανακτώ την όρασή μου, σε Σοφ. παρά Αριστοφ.
II. μεταφ., ξεκαθαρίζω ή αποσαφηνίζω, φανερώνω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. ώσω
I. to open the eyes of: Pass. to be restored to sight, Soph. ap. Ar.
II. metaph. to make clear or plain, Aesch.