ταμιεία: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τᾰμιεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[хозяйственные дела]], [[попечение о хозяйстве]] Xen., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[накопление]] (τῆς τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[должность государственного казначея]] Arst.;<br /><b class="num">4</b> (в Риме, лат. [[quaestura]]) квестура Plut.
|elrutext='''τᾰμιεία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[хозяйственные дела]], [[попечение о хозяйстве]] Xen., Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[накопление]] (τῆς τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[должность государственного казначея]] Arst.;<br /><b class="num">4</b> (в Риме, лат. [[quaestura]]) [[квестура]] lut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:26, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐεία Medium diacritics: ταμιεία Low diacritics: ταμιεία Capitals: ΤΑΜΙΕΙΑ
Transliteration A: tamieía Transliteration B: tamieia Transliteration C: tamieia Beta Code: tamiei/a

English (LSJ)

ἡ,
A stewardship, management, Pl.Lg.806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA622b26; τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26.
II office of treasurer, Arist.Pol.1309b7.
2 = Lat. quaestura, Str.4.1.12, Plu.Cat.Mi.17.
III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU934 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, das Amt, Geschäft des ταμίας, Haushaltung, Verwaltung empfangener Vorräthe, Vertheilung u. Ausgabe; Plat. Legg. VII, 806 a; Xen. Oec. 7, 41. – In Rom quaestura, Plut. Gat. min. 17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habitudes d'économie, administration bien ordonnée;
2 à Rome questure.
Étymologie: ταμιεύω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰμιεία:
1 хозяйственные дела, попечение о хозяйстве Xen., Plat.;
2 накопление (τῆς τροφῆς Arst.);
3 должность государственного казначея Arst.;
4 (в Риме, лат. quaestura) квестура lut.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμιεία: ἡ, (ταμιεύω) τὸ ἔργον τοῦ ταμείου, διαχείρισις, διεύθυνσις, οἰκονομία, Πλάτ. Νόμ. 806Α, Ξεν. Οἰκ. 7. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 65· ἡ τῆς τροφῆς τ., ἡ ἀποταμίευσις τροφῆς ὑπὸ τῶν μυρμήκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. ΙΙ. τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ ταμίου, ὡς πολιτικὸς ὅρος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 9, 3. 2) ἐν Ρώμῃ τὸ ὑπούργημα τοῦ ταμίου, Λατ. quaestura, Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 17. 18, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και ταμεία, ἡ, Α ταμιεύω
1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.)
2. το αξίωμα ή το έργο του ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.).

Greek Monotonic

τᾰμιεία: ἡ (ταμιεύω
I. διαχείριση του ταμείου, οικονομία, σε Ξεν.
II. 1. το αξίωμα του ταμία, ως πολιτικός όρος, σε Αριστ.
2. στη Ρώμη, το υπούργημα του ταμία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τᾰμιεία, ἡ, ταμιεύω
I. stewardship, management, economy, Xen.
II. the office of paymaster, as a polit. term, Arist.
2. at Rome, the quaestorship, Plut.

English (Woodhouse)

management

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)