καθέρπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katherpo
|Transliteration C=katherpo
|Beta Code=kaqe/rpw
|Beta Code=kaqe/rpw
|Definition=aor. 1<br><span class="bld">A</span> καθείρπῠσα Ar.''Ra.''485:—[[creep]], [[steal down]], ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.''Fr.''89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.''Ra.''129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. ''Smp.''4.23.<br><span class="bld">II</span> [[return]] from exile, ''SIG''306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is [[κατενθών]] ib.4; pf. part. [[κατηνθηκώς]] ib.39.
|Definition=aor. 1<br><span class="bld">A</span> καθείρπῠσα Ar.''Ra.''485:—[[creep]], [[steal down]], ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.''Ra.''129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. ''Smp.''4.23.<br><span class="bld">II</span> [[return]] from exile, ''SIG''306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is [[κατενθών]] ib.4; pf. part. [[κατηνθηκώς]] ib.39.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:45, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέρπω Medium diacritics: καθέρπω Low diacritics: καθέρπω Capitals: ΚΑΘΕΡΠΩ
Transliteration A: kathérpō Transliteration B: katherpō Transliteration C: katherpo Beta Code: kaqe/rpw

English (LSJ)

aor. 1
A καθείρπῠσα Ar.Ra.485:—creep, steal down, ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.Fr.89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.Ra.129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. Smp.4.23.
II return from exile, SIG306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib.4; pf. part. κατηνθηκώς ib.39.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕρπω), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.

French (Bailly abrégé)

impf. καθεῖρπον ; ao. καθείρπυσα, emprunté à καθερπύζω;
descendre en rampant, se glisser en bas.
Étymologie: κατά, ἕρπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έρπω en καθ-ερπύζω naar beneden sluipen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέρπω: (только praes. и impf. καθεῖρπον) сползать, медленно сходить (ἀπ᾽ ὀρθίων πάγων Soph.): ἴουλος καθέρπει Xen. (на лице юноши) пробивается молодой пушок.

Greek (Liddell-Scott)

καθέρπω: ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἕρπωἕρπω, συρόμενος καταβαίνω, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.

Greek Monolingual

καθέρπω (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος», Σοφ.)
2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρπω.

Greek Monotonic

καθέρπω: αόρ. αʹ καθείρπῠσα, κατεβαίνω έρποντας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

aor1 καθείρπῠσα
to creep down, Ar., Xen.