εὔνομος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eynomos
|Transliteration C=eynomos
|Beta Code=eu)/nomos
|Beta Code=eu)/nomos
|Definition=εὔνομον, ([[νόμος]])<br><span class="bld">A</span> [[under good laws]], [[well-ordered]], πόλις Pi.''I.''5(4).22, Pl.''Ti.''20a (Sup.); Σκύθαι A.''Fr.''198; ἄνδρες Pl.''Lg.''815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.).<br><span class="bld">2</span> of things, ἔρανος -ώτατος Pi.''O.''1.37; <b class="b3">μοῖρα εὔ</b>., = [[εὐνομία]], Id.''N.''9.29.<br><span class="bld">II</span> ([[νομή]]) of places, [[good for pasture]], Longus 4.4 (Sup.).
|Definition=εὔνομον, ([[νόμος]])<br><span class="bld">A</span> [[under good laws]], [[well-ordered]], πόλις Pi.''I.''5(4).22, Pl.''Ti.''20a (Sup.); Σκύθαι A.''Fr.''198; ἄνδρες [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.).<br><span class="bld">2</span> of things, ἔρανος -ώτατος Pi.''O.''1.37; <b class="b3">μοῖρα εὔ</b>., = [[εὐνομία]], Id.''N.''9.29.<br><span class="bld">II</span> ([[νομή]]) of places, [[good for pasture]], Longus 4.4 (Sup.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:06, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνομος Medium diacritics: εὔνομος Low diacritics: εύνομος Capitals: ΕΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: eúnomos Transliteration B: eunomos Transliteration C: eynomos Beta Code: eu)/nomos

English (LSJ)

εὔνομον, (νόμος)
A under good laws, well-ordered, πόλις Pi.I.5(4).22, Pl.Ti.20a (Sup.); Σκύθαι A.Fr.198; ἄνδρες Pl.Lg.815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.).
2 of things, ἔρανος -ώτατος Pi.O.1.37; μοῖρα εὔ., = εὐνομία, Id.N.9.29.
II (νομή) of places, good for pasture, Longus 4.4 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1083] 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 (νομή) Σκύθαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 régi par de bonnes lois, bien gouverné;
2 qui observe les lois;
Sp. εὐνομώτατος.
Étymologie: εὖ, νόμος.

Russian (Dvoretsky)

εὔνομος: νομός богатый пастбищами (Σκύθαι Aesch.).
νόμος
1 обладающий хорошими законами, живущий в условиях законности (πόλις Pind., Plat.);
2 соблюдающий законы, справедливый (μοῖρα Pind.; ἄνδρες Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔνομος: -ον, (νόμος) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, καλῶς κυβερνώμενος, πόλις Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἔρανος εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· μοῖρα εὔν. = εὐνομία, ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.

English (Slater)

εὔνομος, -ον
 &nnbsp; 1 well ordered, harmonious τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον (O. 1.37) μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.29) τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν (Aigina) (I. 5.22)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῖρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρονόμος, βουνόμος.

Greek Monotonic

εὔνομος: -ον, αυτός που βρίσκεται κάτω από την ισχύ καλών νόμων, αυτός που κυβερνιέται καλά, σε Πίνδ., Πλάτ.

Middle Liddell

εὔ-νομος, ον
under good laws, well-ordered, Pind., Plat.

English (Woodhouse)

well-governed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)