τιμητής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "Plat" to "Plat")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timitis
|Transliteration C=timitis
|Beta Code=timhth/s
|Beta Code=timhth/s
|Definition=τιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[valuer]] or [[assessor of damages]] or [[penalties]], Pl.''Lg.''843d; τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.''Rh.Al.''1427b6; [[assessor]] of property, ''SIG''344.123 (Teos, iv B.C.); <b class="b3">τῶν οὐσιῶν</b> (of Quirinius in Syria) J.''AJ''18.1.1; Boeot. τιμᾱτάς ''SIG''1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).<br><span class="bld">II</span> at Rome, = [[censor]], Plb.6.13.3, D.H.19.16, Plu.''Cic.'' 27; as an Imperial title, ''SIG''821 ''C''2 (Epist. Domitiani), etc.
|Definition=τιμητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[valuer]] or [[assessor of damages]] or [[penalties]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''843d; τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.''Rh.Al.''1427b6; [[assessor]] of property, ''SIG''344.123 (Teos, iv B.C.); <b class="b3">τῶν οὐσιῶν</b> (of Quirinius in Syria) J.''AJ''18.1.1; Boeot. τιμᾱτάς ''SIG''1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).<br><span class="bld">II</span> at Rome, = [[censor]], Plb.6.13.3, D.H.19.16, Plu.''Cic.'' 27; as an Imperial title, ''SIG''821 ''C''2 (Epist. Domitiani), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:23, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιμητής Medium diacritics: τιμητής Low diacritics: τιμητής Capitals: ΤΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: timētḗs Transliteration B: timētēs Transliteration C: timitis Beta Code: timhth/s

English (LSJ)

τιμητοῦ, ὁ,
A valuer or assessor of damages or penalties, Pl.Lg.843d; τ. τῆς ζημίας οἱ δικασταί Arist.Rh.Al.1427b6; assessor of property, SIG344.123 (Teos, iv B.C.); τῶν οὐσιῶν (of Quirinius in Syria) J.AJ18.1.1; Boeot. τιμᾱτάς SIG1185.16 (Tanagra, iii B.C., pl.).
II at Rome, = censor, Plb.6.13.3, D.H.19.16, Plu.Cic. 27; as an Imperial title, SIG821 C2 (Epist. Domitiani), etc.

German (Pape)

[Seite 1116] ὁ, der Schätzende, der den Werth oder Preis bestimmt, τούτων ἁπάντων τιμηταὶ γιγνέσθων ἀγρονόμοι Plat. Legg. VIII, 843 d; der in einem Processe die Strafe abschätzt und zuerkennt, Sp. – Bei den Römern der Censor, der das Vermögen der Bürger schätzt, Pol. 6, 13, 3 u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui fixe une amende;
2 à Rome censeur.
Étymologie: τιμάω.

Russian (Dvoretsky)

τῑμητής: οῦ ὁ
1 оценщик, преимущ. юр. определитель наказания, тж. штрафа Plat., Arst.;
2 (в Риме), цензор Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμητής: -οῦ, ὁ, (τιμάω) ὁ ἐκτιμητής, ὁ προσδιορίζων ποινὴν ἢ ἀποζημίωσιν, Πλάτ. Νόμ. 843D· τ. ζημίας οἱ δικασταὶ Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλ. 5, 12. ΙΙ. ἐν Ρώμῃ, ὁ ὑπολογίζων ἢ ἐκτιμῶν τὰς περιουσίας τῶν πολιτῶν, censor, Πολύβ. 6. 13, 3. κλπ.· ― ὡς ἐπώνυμον τοῦ αὐτοκράτορος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3481, 4333, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και βοιωτ. τ. τιματάς Α τιμώ
(στη ρωμαϊκή πολιτεία) αξίωμα που έφεραν δύο άρχοντες από την τάξη τών πατρικίων, οι οποίοι είχαν ως καθήκον την απογραφή τών Ρωμαίων πολιτών, τον υπολογισμό της περιουσίας τους, τη σύνταξη τών καταλόγων τών διαφόρων τάξεων, καθώς και την επίβλεψη της τήρησης τών ηθών, ο κήνσωρ
νεοελλ.
αυτός που κρίνει και μάλιστα αυστηρά, που επικρίνει, επικριτής, επιτιμητής
αρχ.
1. αυτός που προσδιόριζε την αποζημίωση η οποία έπρεπε να δοθεί σε κάποιον για βλάβες ή ζημίες που είχαν προκληθεί εις βάρος του
2. το άτομο που σε μια δίκη όριζε την ποινή η οποία έπρεπε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο
3. (ως τίτλος) προσωνυμία αυτοκράτορα.

Greek Monotonic

τῑμητής: -οῦ, ὁ (τιμάω
I. εκτιμητής, αυτός που προσδιορίζει την ποινή ή την αποζημίωση, σε Πλάτ.
II. στη Ρώμη, αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την περιουσία των πολιτών, σε Πολύβ.

Middle Liddell

τῑμητής, οῦ, ὁ, τιμάω
I. a valuer, estimater, Plat.
II. at Rome, the censor, who assessed the property of the citizens, Polyb.

English (Woodhouse)

one who assesses damages, Roman magistrate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)