μιαιφονία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
m (Text replacement - "Thier" to "Tier")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miaifonia
|Transliteration C=miaifonia
|Beta Code=miaifoni/a
|Beta Code=miaifoni/a
|Definition=ἡ, [[bloodthirstiness]], D.25.84, D.S.17.5, Plu.''Art.''30; [[murder]], Id.2.994a: pl., <b class="b3">τυραννικαὶ μ.</b> ib.457b.
|Definition=ἡ, [[bloodthirstiness]], D.25.84, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.5, Plu.''Art.''30; [[murder]], Id.2.994a: pl., <b class="b3">τυραννικαὶ μ.</b> ib.457b.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιφονία Medium diacritics: μιαιφονία Low diacritics: μιαιφονία Capitals: ΜΙΑΙΦΟΝΙΑ
Transliteration A: miaiphonía Transliteration B: miaiphonia Transliteration C: miaifonia Beta Code: miaifoni/a

English (LSJ)

ἡ, bloodthirstiness, D.25.84, D.S.17.5, Plu.Art.30; murder, Id.2.994a: pl., τυραννικαὶ μ. ib.457b.

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ πικρία καὶ ὠμότης, Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben γαστριμαργία, vom Essen geschlachteter Tiere, Befleckung mit dem Blute der Tiere, Plut. de esu carn. II, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se souiller d'un meurtre.
Étymologie: μιαιφόνος.

Russian (Dvoretsky)

μιαιφονία: ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ πικρία Dem.; τὸ μύσος καὶ ἡ μ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μιαιφονία: ἡ, μίανσις ἐκ φόνου, φόνος, Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· μίανσις ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μιαιφονία) μιαιφόνος
1. η πράξη του μιαιφόνου, μιαρός φόνος
2. μόλυνση τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο
αρχ.
1. ενοχή από μιαρό φόνο
2. αιμοδιψία, το αιμοχαρές.

Greek Monotonic

μιαιφονία: ἡ,
I. τύψη που προέρχεται από αίμα που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.
II. μόλυνση από ωμοφαγία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μιαιφονία, ἡ,
I. bloodguiltiness, Dem., Diod.
II. pollution from eating blood, Plut.

English (Woodhouse)

pollution, blood guiltiness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)