ἀραρότως: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾱ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. ἀραρώτερον Them.<i>Or</i>.22.270c]<br />adv. sobre part. perf. de [[ἀραρίσκω]]<br /><b class="num">I</b> concr. [[fija]], [[firmemente]] μένειν A.<i>Supp</i>.945, Hero <i>Aut</i>.23.4, εἶχε E.<i>Med</i>.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[firmemente]], [[con seguridad]] del conocer ἀραρότως γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B, [[εἰπεῖν]] Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.<i>Is</i>.46.10.<br /><b class="num">2</b> [[apropiadamente]] ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.<br /><b class="num">3</b> [[complaciente]], [[diligentemente]] ἀραρότως [[ὑπηρετεῖν]] Pl.<i>Phdr</i>.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.<i>Or</i>.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀἀραρότως ... συνετέλει [[LXX]] 3<i>Ma</i>.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.<i>Protr</i>.12.
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰρᾱ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. ἀραρώτερον Them.<i>Or</i>.22.270c]<br />adv. sobre part. perf. de [[ἀραρίσκω]]<br /><b class="num">I</b> concr. [[fija]], [[firmemente]] μένειν A.<i>Supp</i>.945, Hero <i>Aut</i>.23.4, εἶχε E.<i>Med</i>.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.35.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[firmemente]], [[con seguridad]] del conocer ἀραρότως γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B, [[εἰπεῖν]] Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.<i>Is</i>.46.10.<br /><b class="num">2</b> [[apropiadamente]] ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.<br /><b class="num">3</b> [[complaciente]], [[diligentemente]] ἀραρότως [[ὑπηρετεῖν]] Pl.<i>Phdr</i>.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.<i>Or</i>.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀἀραρότως ... συνετέλει [[LXX]] 3<i>Ma</i>.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.<i>Protr</i>.12.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρᾱρότως Medium diacritics: ἀραρότως Low diacritics: αραρότως Capitals: ΑΡΑΡΟΤΩΣ
Transliteration A: ararótōs Transliteration B: ararotōs Transliteration C: ararotos Beta Code: a)raro/tws

English (LSJ)

[ᾰρ], (ἀραρίσκω) compactly, closely, strongly, A.Supp.945, E.Med.1192, Pl.Phdr.240d, D.Chr.3.79, Iamb.Protr.12: Comp. ἀραρότερον (ἀραρώτερον Dind.) Them.Or.22.270c.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰρᾱ-]
• Morfología: [compar. ἀραρώτερον Them.Or.22.270c]
adv. sobre part. perf. de ἀραρίσκω
I concr. fija, firmemente μένειν A.Supp.945, Hero Aut.23.4, εἶχε E.Med.1192, πήξαντες Plb.3.46.1, ἵστησιν D.S.3.35.
II fig.
1 firmemente, con seguridad del conocer ἀραρότως γνωστόν Gal.8.637, cf. Basil.M.31.1588B, Dion.Ar.DN M.3.916B, εἰπεῖν Cyr.Al.M.70.269C, γενήσεται Eus.Is.46.10.
2 apropiadamente ἐπιμέμφεται Didym.M.39.661B.
3 complaciente, diligentemente ἀραρότως ὑπηρετεῖν Pl.Phdr.240d, ἀραρώτερον ἐπὶ τῶν φίλων λέγειν Them.Or.22.270b, τὸ προσταγὲν ἀἀραρότως ... συνετέλει LXX 3Ma.5.4, τηρεῖ D.Chr.3.79, cf. Iambl.Protr.12.

German (Pape)

[Seite 344] angefügt, fest, μένειν Aesch. Suppl. 923; ὑπηρετεῖν Plat. Phaedr. 240 d; ἀραρότερον λέγειν, zusammenhängender sprechen, Themist.; u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
fermement, solidement.
Étymologie: ἀραρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀρᾱρότως:
1 плотно, крепко (ἀ. σύνδεσμα εἶχε Eur.);
2 твердо, непреклонно (μένειν Aesch. - v.l. ἀραρότα);
3 усердно, ревностно (ὑπηρετεῖν τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρᾱρότως: ἐπίρρ. τοῦ ἀρᾱρώς, μετοχ. πρκμ. τοῦ ἀραρίσκω, στερεῶς, στενῶς, συμπαγῶς, ἰσχυρῶς, «ἁρμοδίως, προσηρμοσμένως, ἁρμοζόντως, ἀσφαλῶς· ὅθεν καὶ τὸ ἄραρεν, παγίως δέδοκται» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 945, Μήδ. 1192, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. Ὁ Θεμίστ. 270C ἔχει συγκρ. ἀραρότερον.

Greek Monolingual

ἀραρότως επίρρ. (Α)
1. στερεά, ισχυρά, στενά
2. όπως πρέπει, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) ἀρᾱρώς, του πρκμ. ἄρᾱρα του ρ. αραρίσκω].

Greek Monotonic

ἀρᾱρότως: επίρρ. του ἀρᾱρώς, μτχ. παρακ. του ἀραρίσκω, συμπαγώς, στέρεα, σφιχτά, δυνατά, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

[ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω
compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

fast, firmly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search