δυσωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[δυσωρέομαι]], [[δυσωροῦμαι]];<br /><i>f.</i> δυσωρήσομαι;<br />[[faire une garde pénible]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ὤρα]].
|btext=[[δυσωρέομαι]], [[δυσωροῦμαι]];<br /><i>f.</i> δυσωρήσομαι;<br />[[faire une garde pénible]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ὤρα]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0692.png Seite 692]] [[beschwerliche Wache halten]]; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσωρέω:''' и [[δυσωρέομαι]] [[нести трудную охрану]] (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 07:57, 7 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσωρέομαι Medium diacritics: δυσωρέομαι Low diacritics: δυσωρέομαι Capitals: ΔΥΣΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dysōréomai Transliteration B: dysōreomai Transliteration C: dysoreomai Beta Code: duswre/omai

English (LSJ)

(ὤρα) keep painful watch, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Il.10.183; but Apollon.Lex. read δυσωρήσωσιν, cf. Hsch., EM292.49.

Spanish (DGE)

vigilar con dificultad, montar una guardia penosa ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ Il.10.183.

French (Bailly abrégé)

δυσωρέομαι, δυσωροῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.

German (Pape)

[Seite 692] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.

Russian (Dvoretsky)

δυσωρέω: и δυσωρέομαι нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δυσωρέομαι [δυσ-, οὖρος / ὦρος: wachter] met moeite, onrustig waken:. ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ zoals wanneer honden in de hof onrustig de wacht houden over de schapen Il. 10.183.

Greek Monotonic

δυσωρέομαι: μέλ. -ήσομαι (ὦρος = οὖρος, φύλακας, παρατηρητής), κρατώ επίπονη, κοπιαστική φρουρά, επιτηρώ με μόχθο, με κόπο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

δυσωρέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (ὦρος οὖρος,ὤρα)· -φυλάττω ἐπίπονον φυλακήν, δυσφυλακῶ, κακοπαθῶ ἐν τῷ φυλάττειν, ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται ἐν αὐλῇ Ἰλ. Κ. 183· ἀλλ' ὁ Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἀνεγίνωσκε δυσωρήσωσιν (ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ), ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 298.

Middle Liddell

ὦρος = οὖρος a watcher]
to keep painful watch, Il.