αμφότεροι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(3)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, -α (ΑΜ ἀμφότεροι, -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)<br />και οι δύο, και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]<br />([[κατά]] τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη [[σημασία]] «όλοι [[μαζί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθένας]], [[έκαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει και στους δύο<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως [[επίρρημα]]) <i>ἀμφότερον</i>, <i>ἀμφότερα</i> και τα δύο, [[εξίσου]], ομοίως<br /><b>4.</b> στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό<br /><b>5.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και [[προς]] τις δύο πλευρές, και [[προς]] τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]]<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή το [[επίθετο]] απαντά σε [[πινακίδα]] που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (<i>a</i>-<i>po</i>-<i>te</i>-<i>ra</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του τ. [[ἄμφω]], τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η [[σημασία]] που δήλωνε το <i>ἀμφότεροι</i> εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (αρχ). [[ἀμφοτεράκις]], [[ἀμφοτέρῃ]], [[ἀμφοτερίζω]], [[ἀμφοτέρωθεν]], [[ἀμφοτέρωθι]], [[ἀμφοτέρωσε]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφοτερόγλλωσσος</i>, [[ἀμφοτερόπλους]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμφοτεροδέξιος]] <b>μσν.</b> [[ἀμφοτερογνώμων]], [[ἀμφοτεροδύναμος]], [[ἀμφοτερόφθαλμος]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]]].
|mltxt=-ες, -α (ΑΜ [[ἀμφότεροι]], -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)<br />και οι δύο, και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]<br />([[κατά]] τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη [[σημασία]] «όλοι [[μαζί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> [[καθένας]], [[έκαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μετέχει και στους δύο<br /><b>3.</b> (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως [[επίρρημα]]) <i>ἀμφότερον</i>, <i>ἀμφότερα</i> και τα δύο, [[εξίσου]], ομοίως<br /><b>4.</b> στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό<br /><b>5.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και [[προς]] τις δύο πλευρές, και [[προς]] τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο [[ένας]] [[μαζί]] με τον [[άλλο]]<br /><b>6.</b> στη Μυκηναϊκή το [[επίθετο]] απαντά σε [[πινακίδα]] που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (<i>a</i>-<i>po</i>-<i>te</i>-<i>ra</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. χρησιμοποιήθηκε [[αντί]] του τ. [[ἄμφω]], τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η [[σημασία]] που δήλωνε το <i>ἀμφότεροι</i> εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο [[ένας]] και ο [[άλλος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (αρχ). [[ἀμφοτεράκις]], [[ἀμφοτέρῃ]], [[ἀμφοτερίζω]], [[ἀμφοτέρωθεν]], [[ἀμφοτέρωθι]], [[ἀμφοτέρωσε]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτερότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀμφοτερόγλλωσσος</i>, [[ἀμφοτερόπλους]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμφοτεροδέξιος]] <b>μσν.</b> [[ἀμφοτερογνώμων]], [[ἀμφοτεροδύναμος]], [[ἀμφοτερόφθαλμος]] <b>νεοελλ.</b> [[αμφοτεροβαρής]]].
}}
{{trml
|trtx====[[both]]===
Albanian: të dy; Arabic: كِلَا; Egyptian Arabic: الاتنين; Belarusian: абодва, абедзве, абое or or; Bulgarian: и двамата, и двете; Catalan: ambdós, tots dos; Chinese Mandarin: ...都, 雙方/双方, 倆/俩, 兩/两; Czech: oba; Danish: begge; Dutch: [[beide]], [[beiden]], [[allebei]], [[allebeide]], [[alletwee]]; Esperanto: ambaŭ; Estonian: mõlemad; Faroese: báðir; Finnish: molemmat, kumpikin sg; French: [[tous les deux]], [[les deux]], [[tout deux]]; Galician: ambos, amos; Georgian: ორივე; German: [[beide]]; Gothic: 𐌱𐌰𐌹, 𐌱𐌰𐌾𐍉𐌸𐍃; Greek: [[αμφότεροι]], [[και οι δύο]], [[και τα δύο]]; Ancient Greek: [[ἀμφότεροι]], [[ἄμφω]]; Gujarati: બંને; Hebrew: שני; Hindi: दोनों; Hungarian: mindkét, mind a két, mindkettő, mind a kettő; Icelandic: bæði, báðir, báðar, bæði; Ido: ambe, omna du, omni du; Indonesian: keduanya; Interlingua: ambe; Irish: araon; Italian: [[sia]], [[entrambi]], [[tutti e due]], [[tutte e due]], [[ambedue]]; Japanese: 両方, 両-, どちらも, 双方; Kazakh: екеуі; Korean: 둘 다, 양쪽의, 쌍방; Kurdish Central Kurdish: ھەردو; Latin: [[ambo]], [[ambae]], [[ambo]]; Latvian: abi; Lithuanian: abu; Macedonian: обата, двата; Malay: kedua-dua, kededua, dedua; North Frisian: biise; Norwegian Bokmål: begge; Nynorsk: begge, båe; Occitan: ambedós, totes dos; Old English: bēġen; Old Prussian: abbai; Pashto: دواړه; Persian: هر دو, هردو; Polish: oba, oboje, obie, obaj, obydwaj, obydwoje, obydwa, obydwie; Portuguese: [[ambos]]; Romanian: ambii, ambele, amândoi, amândouă; Russian: [[оба]], [[обе]]; Sanskrit: उभौ; Scots: baith; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏ба, о̏бје, о̏бе; Roman: ȍba, ȍbje, ȍbe; Slovak: obidva, obidvaja anim; Slovene: oba, obe; Spanish: [[ambos]], [[los dos]], [[entrambos]]; Swedish: båda, bägge, ömse; Telugu: రెండూ, ఇద్దరు; Thai: ทั้งสอง; Tocharian B: antapi; Turkish: her ikisi, ikisi; Ukrainian: обидва, обидві, обоє or or; Urdu: دونوں; Vietnamese: cả hai; Welsh: y ddau, y ddwy; West Frisian: beide, allebeide; Yiddish: ביידע
}}
}}

Latest revision as of 08:58, 10 April 2024

Greek Monolingual

-ες, -α (ΑΜ ἀμφότεροι, -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)
και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος
(κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί»
αρχ.
(στον εν.)
1. καθένας, έκαστος
2. αυτός που μετέχει και στους δύο
3. (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως επίρρημα) ἀμφότερον, ἀμφότερα και τα δύο, εξίσου, ομοίως
4. στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό
5. (επιρρ. φρ.) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και προς τις δύο πλευρές, και προς τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο ένας μαζί με τον άλλο
6. στη Μυκηναϊκή το επίθετο απαντά σε πινακίδα που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (a-po-te-ra).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αντί του τ. ἄμφω, τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η σημασία που δήλωνε το ἀμφότεροι εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο ένας και ο άλλος».
ΠΑΡ. (αρχ). ἀμφοτεράκις, ἀμφοτέρῃ, ἀμφοτερίζω, ἀμφοτέρωθεν, ἀμφοτέρωθι, ἀμφοτέρωσε νεοελλ. αμφοτερότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμφοτερόγλλωσσος, ἀμφοτερόπλους αρχ.-μσν. ἀμφοτεροδέξιος μσν. ἀμφοτερογνώμων, ἀμφοτεροδύναμος, ἀμφοτερόφθαλμος νεοελλ. αμφοτεροβαρής].

Translations

both

Albanian: të dy; Arabic: كِلَا; Egyptian Arabic: الاتنين; Belarusian: абодва, абедзве, абое or or; Bulgarian: и двамата, и двете; Catalan: ambdós, tots dos; Chinese Mandarin: ...都, 雙方/双方, 倆/俩, 兩/两; Czech: oba; Danish: begge; Dutch: beide, beiden, allebei, allebeide, alletwee; Esperanto: ambaŭ; Estonian: mõlemad; Faroese: báðir; Finnish: molemmat, kumpikin sg; French: tous les deux, les deux, tout deux; Galician: ambos, amos; Georgian: ორივე; German: beide; Gothic: 𐌱𐌰𐌹, 𐌱𐌰𐌾𐍉𐌸𐍃; Greek: αμφότεροι, και οι δύο, και τα δύο; Ancient Greek: ἀμφότεροι, ἄμφω; Gujarati: બંને; Hebrew: שני; Hindi: दोनों; Hungarian: mindkét, mind a két, mindkettő, mind a kettő; Icelandic: bæði, báðir, báðar, bæði; Ido: ambe, omna du, omni du; Indonesian: keduanya; Interlingua: ambe; Irish: araon; Italian: sia, entrambi, tutti e due, tutte e due, ambedue; Japanese: 両方, 両-, どちらも, 双方; Kazakh: екеуі; Korean: 둘 다, 양쪽의, 쌍방; Kurdish Central Kurdish: ھەردو; Latin: ambo, ambae, ambo; Latvian: abi; Lithuanian: abu; Macedonian: обата, двата; Malay: kedua-dua, kededua, dedua; North Frisian: biise; Norwegian Bokmål: begge; Nynorsk: begge, båe; Occitan: ambedós, totes dos; Old English: bēġen; Old Prussian: abbai; Pashto: دواړه; Persian: هر دو, هردو; Polish: oba, oboje, obie, obaj, obydwaj, obydwoje, obydwa, obydwie; Portuguese: ambos; Romanian: ambii, ambele, amândoi, amândouă; Russian: оба, обе; Sanskrit: उभौ; Scots: baith; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏ба, о̏бје, о̏бе; Roman: ȍba, ȍbje, ȍbe; Slovak: obidva, obidvaja anim; Slovene: oba, obe; Spanish: ambos, los dos, entrambos; Swedish: båda, bägge, ömse; Telugu: రెండూ, ఇద్దరు; Thai: ทั้งสอง; Tocharian B: antapi; Turkish: her ikisi, ikisi; Ukrainian: обидва, обидві, обоє or or; Urdu: دونوں; Vietnamese: cả hai; Welsh: y ddau, y ddwy; West Frisian: beide, allebeide; Yiddish: ביידע