σκιάω: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[σκιῶ]] :<br /><i>seul. prés.</i><br />[[couvrir de son ombre]] ; <i>Pass.</i> [[être dans l'obscurité]].<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
= σκιάζω, overshadow, make shady, Λῆμνον.. ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει A.R.1.604, cf. Arat.864, Nic.Th.30:—Pass., to be shaded or be dark, δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί (Ep.3pl. impf.) Od. 2.388, al., cf. Arat.600.
German (Pape)
[Seite 898] ep. σκιόω, = σκιάζω, beschatten, schattig machen; Ap. Rh. 1, 604; Hom. vrbdt oft δύσετό τ' ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί, wie Od. 2, 388, die Straßen wurden dunkel.
French (Bailly abrégé)
σκιῶ :
seul. prés.
couvrir de son ombre ; Pass. être dans l'obscurité.
Étymologie: σκιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιάω [σκιά] beschaduwen:. σκιόωντο … πᾶσαι ἀγυιαί alle straten raakten met schaduw gevuld Od. 2.388.
Russian (Dvoretsky)
σκιάω: (только praes.) покрывать тенью (σκιόωντο πᾶσαι ἀγυιαί Hom.).
English (Autenrieth)
(σκιή): only pass. ipf. σκιόωντο, were darkened. (Od.)
Greek Monotonic
σκῐάω: = σκιάζω, καλύπτω με σκιά, επισκιάζω — Παθ. επικαλύπτομαι με σκιά, επισκιάζομαι ή γίνομαι σκιερός, αποκρύπτομαι, σκιόωντο ἀγυιαί (Επικ. γʹ πληθ. παρατ.), σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκιάω: σκιάζω, ἐπισκιάζω, κάμνω τινὰ σκιερόν, Λῆμνον … ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 604, πρβλ. Νικ. Θηρ. 30, Ἄρατ. 864· ― Παθητ., γίνομαι σύσκιος, σκοτεινός, δύσε ὁ τ’ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαὶ (Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατ.), Ὀδ. Β. 388, Γ. 487, κτλ.
Middle Liddell
σκιάω, = σκιάζω
to overshadow:—Pass. to be shaded or become dark, σκιόωντο ἀγυιαί (epic 3rd pl. imperf.) Od.