ἠχόπους: Difference between revisions

From LSJ

και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠχόπους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την [[κρούση]] τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[λεπτό]]-[[πους]], <i>χρυσό</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[ἠχόπους]], -ουν (Μ)<br />αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την [[κρούση]] τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[λεπτόπους]], [[χρυσόπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχόπους Medium diacritics: ἠχόπους Low diacritics: ηχόπους Capitals: ΗΧΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ēchópous Transliteration B: ēchopous Transliteration C: ichopous Beta Code: h)xo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἠχόπουν, τό, gen. ποδος, = Lat. sonipes (with sounding feet, noisy-footed), of horses, Eust. 918.20.

German (Pape)

[Seite 1180] ποδος, mit den Füßen lärmend, ἵπποι Eust. Il. 418, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, Λατ. sonipes, ἵπποι ἠχόποδες, Εὐστ. 918. 20.

Greek Monolingual

ἠχόπους, -ουν (Μ)
αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -πους (< πους), πρβλ. λεπτόπους, χρυσόπους].