σύναξις: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύναξις''': ἡ, ([[συνάγω]]) τὸ συνάγειν, ἢ συνάγεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτό· [[συνέλευσις]], [[συνάθροισις]], Achmes Ὀνειροκρ. 210, Εὐστ. 1335. 55, κτλ. 2) ἐπὶ Χριστιανῶν, [[συνάθροισις]] πρὸς τέλεσιν τοῦ Κυριακοῦ δείπνου ἢ αὐτὸ τὸ Κυριακὸν [[δεῖπνον]], Ἐκκλ., ἴδε Suicer. | |lstext='''σύναξις''': ἡ, ([[συνάγω]]) τὸ συνάγειν, ἢ συνάγεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτό· [[συνέλευσις]], [[συνάθροισις]], Achmes Ὀνειροκρ. 210, Εὐστ. 1335. 55, κτλ. 2) ἐπὶ Χριστιανῶν, [[συνάθροισις]] πρὸς τέλεσιν τοῦ Κυριακοῦ δείπνου ἢ αὐτὸ τὸ Κυριακὸν [[δεῖπνον]], Ἐκκλ., ἴδε Suicer. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σύναξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br /><b>1.</b> [[συναγωγή]], [[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[λειτουργική]] [[συνάθροιση]] τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «[[σύναξη]] του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού» β. «[[σύναξη]] της Θεοτόκου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ιερὰ [[σύναξη]]» — καθεμιά από τις συνεδρίες της [[ιερής]] κοινότητας του Αγίου Όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[συγκέντρωση]] στρατιωτών σε έναν [[τόπο]], [[καθώς]] και το ειδικό [[σάλπισμα]] γι' αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br />[[συλλογή]], [[μάζεμα]] («[[σύναξις]] καρποφορηθέντων», Πρόκλ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 14 September 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (συνάγω) gathering, καρποφορηθέντων Procl.Par. Ptol.118; assembly, λαοῦ Eust.1335.55; = cenaculum, collectum, conventiculum, etc., Glossaria, cf. POxy.1357.1 (vi A.D.), Cod.Just.1.5.20.1.
German (Pape)
[Seite 1001] ἡ, das Zusammenführen, die Versammlung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σύναξις: ἡ, (συνάγω) τὸ συνάγειν, ἢ συνάγεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτό· συνέλευσις, συνάθροισις, Achmes Ὀνειροκρ. 210, Εὐστ. 1335. 55, κτλ. 2) ἐπὶ Χριστιανῶν, συνάθροισις πρὸς τέλεσιν τοῦ Κυριακοῦ δείπνου ἢ αὐτὸ τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, Ἐκκλ., ἴδε Suicer.
Greek Monolingual
η / σύναξις, -άξεως, ΝΜΑ συνάγω
1. συναγωγή, συγκέντρωση, συνάθροιση
2. εκκλ. λειτουργική συνάθροιση τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού» β. «σύναξη της Θεοτόκου»)
3. φρ. «Ιερὰ σύναξη» — καθεμιά από τις συνεδρίες της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους
νεοελλ.
στρ. συγκέντρωση στρατιωτών σε έναν τόπο, καθώς και το ειδικό σάλπισμα γι' αυτήν
αρχ.
συλλογή, μάζεμα («σύναξις καρποφορηθέντων», Πρόκλ.).