χαρακτηρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
mNo edit summary
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charaktirismos
|Transliteration C=charaktirismos
|Beta Code=xarakthrismo/s
|Beta Code=xarakthrismo/s
|Definition=ὁ, [[characterization]], Tryph.''Trop.''2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.E.''Hec.''379.
|Definition=ὁ, [[characterization]], Tryph.''Trop.''2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''379.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:44, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηρισμός Medium diacritics: χαρακτηρισμός Low diacritics: χαρακτηρισμός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: charaktērismós Transliteration B: charaktērismos Transliteration C: charaktirismos Beta Code: xarakthrismo/s

English (LSJ)

ὁ, characterization, Tryph.Trop.2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.E.Hec.379.

German (Pape)

[Seite 1336] ὁ, Bezeichnung durch ein Kennzeichen, – Charakterisierung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηρισμός: ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου δήλωσις, ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος προσδιορισμός, Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς σχῆμα λόγου, «χαρακτηρισμός ἐστι λόγος τῶν περὶ τὸ σῶμα ἰδιωμάτων ἀπαγγελτικός, ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, οἷον (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν μελανόχροος, οὐλοκάρηνος, Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό του φιλάργυρου»)
2. κατάταξη σε κατηγορία («ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κλοπής»)
αρχ.
σχήμα λόγου.