ἀντιπαρέχω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to [[supply]] in [[turn]], Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to [[cause]] [[trouble]] in [[return]], Dem. | |mdlsjtxt=to [[supply]] in [[turn]], Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to [[cause]] [[trouble]] in [[return]], Dem. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[vicissim praebere]]'', to [[afford in turn]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.21.1/ 6.21.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 16 November 2024
English (LSJ)
A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.).
2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.
Spanish (DGE)
1 proporcionar a su vez, ofrecer a cambio o en compensación c. ac. de cosa ἱππικόν Th.6.21, πράγματα D.21.123, ἀσφαλῆ τὴν ἄνοδον D.C.74.7.4, ὅμοια Luc.Am.27, cf. Phalar.Ep.20, tb. en v. med. ἱκανὰς ψυχάς X.Hier.7.12, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP 9.12 (Leon.).
2 c. ac. de pers. retener en compensación αὐτόν de un niño BGU 1125.8 (I a.C.), PFouad 37.6 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).
French (Bailly abrégé)
1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπαρέχω: тж. med. доставлять в свою очередь или взамен (τί τινι Thuc., Xen., Dem., Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.
Greek Monolingual
(Α ἀντιπαρέχω)
παρέχω με τη σειρά μου, ανταποδίδω
αρχ.
φρ. «ἀντιπαρέχω πράγματα» — δημιουργώ κι εγώ προβλήματα σε κάποιον.
Greek Monotonic
ἀντιπαρέχω: μέλ. -ξω, παρέχω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· ἀντ. πράγματα, προκαλώ πρόβλημα ως ανταπόδοση, σε Δημ.
Middle Liddell
to supply in turn, Thuc.:—Mid., Xen.; ἀντ. πράγματα to cause trouble in return, Dem.