ἀποδασμός: Difference between revisions
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc. | |mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[portio avulsa]]'', [[piece torn off]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.12.3/ 1.12.3]. | |lthtxt=''[[portio avulsa]]'', [[piece torn off]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.12.3/ 1.12.3]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:53, 16 November 2024
English (LSJ)
ὁ, (ἀποδατέομαι) division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partie détachée d'un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.
German (Pape)
ὁ, Abteilung, Teil, Thuc. 1.12; χώρας ἀποδασμῷ ζημιοῦσθαι, durch Abtretung eines Stück Landes, Dion.Hal. 3.6, 28.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδασμός: ὁ обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.
Greek Monolingual
ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.
Greek Monotonic
ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.