τοκεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(13_5)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der Erzeuger, Vater; bei Hom. u. bei Hes. gew. im plur., τοκῆες, die Eltern, wie auch bei Tragg., [[ἄνευ]] τοκέων, Soph. El. 180; im dual. Od. 8, 312; den sing. hat zueist Hes. Th. 138. 155; Aesch. Eum. 629; seltener in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 33, Plut. Crass. 26; – der dat. τοκέσι steht Inscr. 948 in einem Epigramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der Erzeuger, Vater; bei Hom. u. bei Hes. gew. im plur., τοκῆες, die Eltern, wie auch bei Tragg., [[ἄνευ]] τοκέων, Soph. El. 180; im dual. Od. 8, 312; den sing. hat zueist Hes. Th. 138. 155; Aesch. Eum. 629; seltener in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 33, Plut. Crass. 26; – der dat. τοκέσι steht Inscr. 948 in einem Epigramm.
}}
{{ls
|lstext='''τοκεύς''': έως, ὁ, (√ΤΕΚ, [[τίκτω]]), ὁ γεννῶν [[πατήρ]], Ἡσ. Θ. 138, 155· [[καθόλου]], [[γονεύς]], ἡ... τέκνου τ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 659 ·- παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, καὶ παρ’ Ἡσ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τοκεῖς, Ἐπικ. τοκῆες, γονεῖς· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγικ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ δυϊκῷ, τοκῆε δύω Ὀδ. Θ. 312· οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, [[οἷον]] Ἡρόδ. 1. 122., 3. 52, Θουκ. 2. 44, Λυσί., Ξεν., κλπ.· - ἐπὶ ζῴων, Νικ. Θηρ. 620, Ἀλεξιφ. 576. - Ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. συνήθως ἔχουσι τοὺς Ἐπικ. τύπους τοκῆες, ήων, κτλ.· γεν. τοκήων καὶ ἐν λυρικ. χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου ἐν Ἀγ. 728· ἐν ᾧ ἐν Ἰλ. ἔχομεν τὴν Ἀττ. γενικ. τοκέων· δοτ. τοκέσι ἔν τινι ἐπιγράμματι ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 948.
}}
}}

Revision as of 10:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοκεύς Medium diacritics: τοκεύς Low diacritics: τοκεύς Capitals: ΤΟΚΕΥΣ
Transliteration A: tokeús Transliteration B: tokeus Transliteration C: tokeys Beta Code: tokeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (τίκτω)

   A one who begets, father, Hes.Th.138, 155: generally, begetter, τέκνου τ. A.Eu.659:—in Hom. and Hes. mostly in pl., parents, Od.1.170, Hes.Op.185, al. (in dual, τοκῆε δύω Od.8.312); so in Trag., A.Pers.580 (lyr.), al., E.Hec.403, al. (not in S., exc. f.l. in El.187 (lyr.)); also in Prose, Hdt.1.122,3.52, Th.2.44, Lys.2.75, X.Mem.2.1.33, etc.; of animals, Nic.Th.620, Al.563.—Hom. and Hes. commonly have the Ep. forms τοκῆες, τοκῆας, τοκήων (Il. 15.663, al., more rarely τοκέων ib.660, 21.587); τοκεῦσι 4.477, al.; gen. τοκήων also in Alc. Supp.25.12, Sapph.Supp.5.10, A.Ag.728 (lyr., dub. l.); dat. τοκέσι IG3.1311.

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, der Erzeuger, Vater; bei Hom. u. bei Hes. gew. im plur., τοκῆες, die Eltern, wie auch bei Tragg., ἄνευ τοκέων, Soph. El. 180; im dual. Od. 8, 312; den sing. hat zueist Hes. Th. 138. 155; Aesch. Eum. 629; seltener in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 33, Plut. Crass. 26; – der dat. τοκέσι steht Inscr. 948 in einem Epigramm.

Greek (Liddell-Scott)

τοκεύς: έως, ὁ, (√ΤΕΚ, τίκτω), ὁ γεννῶν πατήρ, Ἡσ. Θ. 138, 155· καθόλου, γονεύς, ἡ... τέκνου τ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 659 ·- παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, καὶ παρ’ Ἡσ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τοκεῖς, Ἐπικ. τοκῆες, γονεῖς· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς Τραγικ., κλπ.· ὡσαύτως ἐν τῷ δυϊκῷ, τοκῆε δύω Ὀδ. Θ. 312· οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, οἷον Ἡρόδ. 1. 122., 3. 52, Θουκ. 2. 44, Λυσί., Ξεν., κλπ.· - ἐπὶ ζῴων, Νικ. Θηρ. 620, Ἀλεξιφ. 576. - Ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. συνήθως ἔχουσι τοὺς Ἐπικ. τύπους τοκῆες, ήων, κτλ.· γεν. τοκήων καὶ ἐν λυρικ. χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλου ἐν Ἀγ. 728· ἐν ᾧ ἐν Ἰλ. ἔχομεν τὴν Ἀττ. γενικ. τοκέων· δοτ. τοκέσι ἔν τινι ἐπιγράμματι ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 948.