ἐφοπλίζω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(13_6a) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] ausrüsten, in Stand setzen; [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); [[ὅσσα]] τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] ausrüsten, in Stand setzen; [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); [[ὅσσα]] τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 5 August 2017
English (LSJ)
A get ready, of meals, δόρπον, δεῖπνον ἐ., Il.23.55, Od.19.419; δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Il.4.344:—Med., δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα we will get ready our suppers, 8.503, 9.66. 2 fit out, equip, make ready, ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι Od.6.37, cf. 57, 69, Il.24.263; [νῆα] ἐφοπλίσσαντες Od.2.295: c. inf., A.R.4.1720. 3 arm against, τινά τινι Opp.C.3.244:—Med., Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι AP9.39 (Music.), cf. APl.4.151.9. II Med. in prop. sense, arm oneself, ἐς ἀγῶνα Opp.H.5.617; get ready to attack, λαγωοῖς Id.C. 3.86.
German (Pape)
[Seite 1122] ausrüsten, in Stand setzen; δόρπον ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); ὅσσα τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοπλίζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐσσυμένως ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· ὡσαύτως, ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, ὁπλίζω τινὰ ἐναντίον τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασία, ὁπλίζω ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.