συγκλείω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(13_6a) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ion. συγκληΐω u. [[συγκληΐζω]], verschließen; [[στόμα]], Eur. Hipp. 498; [[ὄμμα]], Ion 241; συγκεκλεισμένη πέπλοις, Hec. 487; οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόνην ἔριδι στυγερᾷ συνεκλήϊσαν, Andr. 122; Her. 7, 41; [[λίμνη]] συγκεκληϊσμένη [[πάντοθεν]], 7, 129; τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλειστο, Andoc. 1, 48; βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ συγκλείεται, Xen. Mem. 1, 4, 6; in die Enge treiben, συγκλειούσης τῆς ὥρας [[ἤδη]], da die Zeit schon drängte, zu Ende ging, Pol. 17, 7, 3; τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι, Dem. 54, 8, so schlagen, daß die Augen vor der Geschwulst nicht aufgemacht werden können. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ion. συγκληΐω u. [[συγκληΐζω]], verschließen; [[στόμα]], Eur. Hipp. 498; [[ὄμμα]], Ion 241; συγκεκλεισμένη πέπλοις, Hec. 487; οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόνην ἔριδι στυγερᾷ συνεκλήϊσαν, Andr. 122; Her. 7, 41; [[λίμνη]] συγκεκληϊσμένη [[πάντοθεν]], 7, 129; τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλειστο, Andoc. 1, 48; βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ συγκλείεται, Xen. Mem. 1, 4, 6; in die Enge treiben, συγκλειούσης τῆς ὥρας [[ἤδη]], da die Zeit schon drängte, zu Ende ging, Pol. 17, 7, 3; τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι, Dem. 54, 8, so schlagen, daß die Augen vor der Geschwulst nicht aufgemacht werden können. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συγκλείω''': μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -[[κληίω]], μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -[[κλῄσω]]· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω [[ὁμοῦ]], [[περικλείω]], [[ἐγκλείω]], [[κλείω]] [[ἐντός]], [[κατακλείω]], Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, [[περιλαμβάνω]] αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) [[καθόλου]], ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) [[ἐμπλέκω]] καὶ [[ἐξεγείρω]] εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. [[κλείω]] στενῶς, [[στόμα]] Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ [[ὄμμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, [[κλείω]] τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ [[δεσμωτήριον]] συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) [[ὥσπερ]] ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ [[τέλος]] της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. [[κλείω]] [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., συμπυκνῶ, [[οἷον]] ὅτε [[στρατός]] τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις [[αὐτοῦ]], Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ [[μέρος]] τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) [[συνδέω]] στενῶς [[ὁμοῦ]], ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον [[καλῶς]], συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. [[κλείω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
fut. -κλείσω: Ion. συγ-κληΐω, fut -κληΐσω: old Att. ξυγκλήω, fut. -κλῄσω: Ep. aor.
A συνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309:—Pass., aor. συνεκλείσθην, old Att. ξυνεκλῄσθην: pf. συγκέκλειμαι Isoc.15.68, but -εισμαι Men.670, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old Att. ξυνκέκλῃμαι, Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):—shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA533b26; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος Id.PA654b35; σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8; εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2 (Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—Pass., λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129; τὸ στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆς -είεται Hp.Aër.21; σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec.487. 2 generally, of straits or difficulties, τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3; εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10:—Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν . . συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c. 3 pit against one another, set to fight as in the lists, οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι . . ξυνέκλῃσαν E.Andr.122 (lyr.). 4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20. II shut close, close, στόμα E.Hipp.498; ὄμμα Id.Hec.430, Ion 241; [τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 (Pass.); ξ. τὰς πύλας Th.4.67; τὰς θύρας Aeschin.1.74; τὰς θυρίδας Gal.16.578: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach.1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq.1317; τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—Pass., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48 codd. (συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2. 2 intr. in Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; τοῦ καιροῦ συγκλείοντος εἰς χειμῶνα GDI3087.19 (Chersonesus). III close jointly, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων IG12.91.17. IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72. 2 connect closely together, τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba.1300; ς. (sc. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτόν Pl.Criti.117e, cf. Ti.76a, etc.; σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24, cf. 15.68 (Pass.):—Pass., συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19. V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—Pass., ib.11.9.
German (Pape)
[Seite 968] ion. συγκληΐω u. συγκληΐζω, verschließen; στόμα, Eur. Hipp. 498; ὄμμα, Ion 241; συγκεκλεισμένη πέπλοις, Hec. 487; οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόνην ἔριδι στυγερᾷ συνεκλήϊσαν, Andr. 122; Her. 7, 41; λίμνη συγκεκληϊσμένη πάντοθεν, 7, 129; τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο, Andoc. 1, 48; βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ συγκλείεται, Xen. Mem. 1, 4, 6; in die Enge treiben, συγκλειούσης τῆς ὥρας ἤδη, da die Zeit schon drängte, zu Ende ging, Pol. 17, 7, 3; τοὺς ὀφθαλμοὺς συγκλεῖσαι, Dem. 54, 8, so schlagen, daß die Augen vor der Geschwulst nicht aufgemacht werden können.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλείω: μέλλ. -κλείσω· Ἰων. -κληίω, μέλλ. κληίσω· ἀρχ. Ἀττ. ξυγκλῄω, μέλλ. -κλῄσω· Ἐπικ. ἀόρ. συνεκλήισα Νόνν. Δ 18. 309. ― Παθ., ἀόρ. συνεκλείσθην, ἀρχ. Ἀττ. ξυνεκλῄσθην˙ πρκμ. συγκέκλειμαι Ἰσοκρ. 342D, ἀλλὰ -εισμαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124, Διόδ. 15. 63, κτλ.˙ ἀρχ. Ἀττ. ξυγκέκλῃμαι, Ἰων. συγκεκλήιμαι (ἴδε κατωτ.). Κλείω ὁμοῦ, περικλείω, ἐγκλείω, κλείω ἐντός, κατακλείω, Ἡρόδ. 4. 157., 7. 41˙ ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Θουκ. 8. 67˙ πρὶν συγκλεῖσαι (ἐνν. ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 14˙ αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 8˙ σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Πολύβ. 1. 17, 8˙ εἰς πολιορκίαν ὁ αὐτ. 1. 8, 2˙ σ. θεοὺς ὕλῃ, περιλαμβάνω αὐτοὺς εἰς τὴν ὕλην, Πλούτ. 2. 426Β˙ [ἡ πολεμία] ξυνέκλῃε διὰ μέσου, ἀπέκλειε καὶ ἀπεχώριζεν αὐτούς, Θουκ. 5. 64. ― Παθ., λίμνη συγκεκληιμένη παντόθεν οὔρεσι Ἡρόδ. 7. 129˙ σ. εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32˙ συγκεκλῃμένη πέπλοις, περικεκαλυμμένη, Εὐρ. Ἑκ. 487. 2) καθόλου, ἐπὶ δυσχερειῶν, τινὰ εἰς ἢ πρὸς καιρὸν Πολύβ. 3. 63, 3., 11. 2, 10. ― Παθ., συγκλείεσθαι ὑπὸ καιρῶν, πραγμάτων ὁ αὐτ. 2. 60, 4., 11. 20 7˙ εἰς χαλεπόν... συγκεκλεισμένος βίον, περιωρισμένος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 124. 3) ἐμπλέκω καὶ ἐξεγείρω εἰς μάχην, οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι... ξυνέκλῃσαν Εὐρ. Ἀνδρ. 122˙ πρβλ. συνέηκε μάχεσθαι Ἰλ. Α. 8. ΙΙ. κλείω στενῶς, στόμα Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 292, Εὐρ. Ἱππ. 498˙ ὄμμα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 430, Ἴων 241˙ τὰ βλέφαρα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6˙ ξ. τὰς πύλας Θουκ. 4. 67, κτλ.˙τὰς θύρας Αἰσχίν. 11. 5˙ ἀπολ., σύγκλειε, κλεῖσον τὰς θύρας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096˙ οὕτω, σ. τὰ δικαστήρια, κλείω τὰ δικ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317˙ τὰ καπηλεῖα Λυσί. Ἀποσπ. 2. 5˙ σ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Δημ. 1259. 13. ― Παθ., τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλῃτο Ἀνδοκ. 7. 26˙ ἐπὶ διθύρου ὀστρακοδέρμου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 4. 2) ὥσπερ ἀμετάβ., ὥρας ἤδη συγκλειούσης, ὅτε ἡ ὥρα ἦτο πρὸς τὸ τέλος της, δηλ. ὅτε αἱ ἡμέραι ἐγίνοντο βραχύτεραι, Πολύβ. 17. 7, 3. ΙΙΙ. κλείω ὁμοῦ, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 17. IV. σ. τὰς ἀσπίδας, συμπυκνῶ, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3˙ ἐντεῦθεν ἀπολ., συμπυκνῶ, οἷον ὅτε στρατός τις συμπυκνοῖ τὰς τάξεις αὐτοῦ, Θουκ. 4. 35˙ τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν, τὸ μέρος τὸ ὁποῖον δὲν συνεπυκνώθη, ἔμεινε κενὸν ἢ ἀραιόν, ὁ αὐτ. 5. 72. 2) συνδέω στενῶς ὁμοῦ, ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς, συγκεκροτημένον, συμπαγές, Εὐρ. Βάκχ. 1301˙ σ. (δηλ. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Κριτί. 117Ε, πρβλ. Τίμ. 76Α, κτλ.˙ σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Ἰσοκρ. 238Α, πρβλ. 342D. ― Παθ., συγκλεισθήσεται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ’ ἀλλήλοις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19. Πρβλ. κλείω.