διαφθείρω: Difference between revisions
(13_7_3) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0611.png Seite 611]] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = <b class="b2">verloren sein</b>, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, <b class="b2">vernichten</b>; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; [[νῆες]] διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι [[ἦσαν]], 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) <b class="b2">verschlimmern</b>, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von<b class="b2"> körperlichen</b> Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας [[οὔτε]] τοῦ χρώματος [[οὔτε]] τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben [[μοιχεύω]], Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom <b class="b2">Geist</b>; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = [[φρενοβλάβεια]], Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, <b class="b2">verführen</b>, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = <b class="b2">bestechen</b>, καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ [[γραμματεῖον]], <b class="b2">verfälschen</b>, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0611.png Seite 611]] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = <b class="b2">verloren sein</b>, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, <b class="b2">vernichten</b>; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; [[νῆες]] διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι [[ἦσαν]], 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) <b class="b2">verschlimmern</b>, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von<b class="b2"> körperlichen</b> Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας [[οὔτε]] τοῦ χρώματος [[οὔτε]] τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben [[μοιχεύω]], Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom <b class="b2">Geist</b>; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = [[φρενοβλάβεια]], Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, <b class="b2">verführen</b>, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = <b class="b2">bestechen</b>, καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ [[γραμματεῖον]], <b class="b2">verfälschen</b>, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαφθείρω''': μέλλ. -φθερῶ, Ἐπ. -φθέρσω, Ἰλ. Ν. 625· πρκμ. διέφθαρκα Εὐρ. Μηδ. 226, κτλ.· [[ὡσαύτως]] διέφθορα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. - Παθ., μέλλ. διαφθᾰρήσομαι Θουκ. 4. 37, Ἰων. διαφθερέομαι Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42· γ΄ πληθ. ὑπερσ. [[διεφθάρατο]] ὁ αὐτ. 8. 90. Ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν Ἰλ. Ν. 625· ἔργα Ἡρόδ. 1. 36, καὶ Ἀττ., [[καταστρέφω]], τινὰ αὐτ. 9, 88, κτλ.· [[καταστρέφω]], ἐξολοθρεύω, Σοφ. Ο. Τ. 438, πρβλ. Φ. 1069· δ. χέρα, ἐξασθενῶ τὴν χεῖρά τινος, Εὐρ. Μηδ. 1055· [[ἀνατρέπω]] ἅρμα, Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5· καθιστῶ πλοῖόν τι ἀνίκανον πρὸς πλοῦν, Ἡρόδ. 1. 166, 167, Ἀνδοκ. 18. 32, κτλ. (πρβλ. [[καταδύω]])· δ. τὴν συνουσίαν, [[διαλύω]] τὴν συναναστροφήν, Πλάτ. Πρωτ. 338D· - ἀπολ. = [[διόλλυμι]], ἀντίθ. σῴζω Εὐρ. Ἱππ. 389. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], γνώμην τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 932· δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, 30Β, κτλ.· - ἰδίως [[διαφθείρω]] διὰ δώρων, Λατ. corrumpere, Ἡρόδ. 5. 51· ἀργυρίῳ δ. τινὰ Λυσ. 180. 17· ἐπὶ χρήμασι Δημ. 241. 1· - δ. γυναῖκα, ἐξαπατῶ, Λυσ. 93. 16, κτλ.· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 318· - δ. τοὺς νόμους, πλαστογραφῶ, [[κιβδηλεύω]] αὐτούς, Ἰσοκρ. 373Β. 3) οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος Πλάτ. Φαίδωνι 117Β. ΙΙ. Παθ., καταστρέφομαι, ἀποκτείνομαι, ἐξαφανίζομαι, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις, φονεύομαι διὰ τὰ ἐνδύματα, ἅτινα φορῶ, Ἀντιφῶν 117. 1· ἰδίως [[γίνομαι]] [[χωλός]], [[ἀνάπηρος]], ἀκρωτηριάζομαι, Ἡρόδ. 1. 34, 166, κτλ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, [[κωφός]], ὁ αὐτ. 1. 38· τὰ σκέλεα δ., τὰ σκέλη ἔχοντες τεθραυσμένα, ὁ αὐτ. 8. 28· διέφθαρμαι [[δέμας]] τὸ πᾶν Σοφ. Τρ. 1056· τὰ ὄμματα δ., [[τυφλός]], Πλάτ. Πολ. 517Α· τὰς φρένας Εὐρ. Ἑλ. 1192· τὸ φρενῶν διαφθαρὲν = [[φρενοβλάβεια]], Εὐρ. Ὀρ. 297· - ἀπολ., διεφθαρμένος, κατεστραμμένος ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. διέφθορα [[εἶναι]] ἀμετάβ. παρ’ Ὁμ., εἶμαι χαμένος (πρβλ. τὸ ἀνωτέρω τελευταῖον [[χωρίον]] τοῦ Εὐρ.), διέφθορας Ἰλ. Ο. 128· καὶ οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλὰ συνήθως κατὰ μετοχ. (ὡς ἐν τῷ παρέφθορα), διεφθορὸς [[αἷμα]], διεφθαρμένον, μεμολυσμένον, Γαλην.· [[γάλα]] δ. ἤδη Ἰώσηπ. Ι. Α. 5. 5, 4· τὰ δ. σώματα Πλούτ. 2. 87C, πρβλ. 128Ε, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 3 (ἴδε πλείονα παρὰ Λοβ. Φρύν. 160)· - [[ἀλλά]], 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἀείποτε μεταβ., τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν Σοφ. Ἠλ. 306· τὰς φρένας διέφθορε… [[μοναρχία]] Εὐρ. Ἱππ. 1013 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck)· τὸν λόγον δ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 156, πρβλ. Φερεκρ. Χειρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 418, Μένανδ. Ἀδελφ. 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 5 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -φθερῶ S.OT438, etc., Ep. -φθέρσω Il.13.625: pf. διέφθαρκα E.Med.226, Pl.Ap.30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. 111):— Pass., fut. διαφθᾰρήσομαι Th.4.37; Ion. διαφθερέομαι Hdt.8.108, 9.42: 3pl. plpf. διεφθάρατο Id.8.90:—destroy utterly, πόλιν Il.13.625; ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36; make away with, kill, τινά Id.9.88, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.; τὴν τύχην Id.Ph.1069; δ. χεῖρα weaken, slacken one's hand, E.Med.1055; spoil, break, ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33 (Lebad., ii B.C.); τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11; δ. τὴν συνουσίαν break up the party, Pl.Prt. 338d. 2 in moral sense, corrupt, ruin, γνώμην A.Ag.932; δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap.30b, 25a; νεανίσκον συνὼν δ. Eup. 337; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51; ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9; διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45; δ. γυναῖκα seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba.318 (Pass.); δ. τοὺς νόμους falsify, counterfeit them, Isoc.18.11; γραμματεῖον Id.17.33 (Pass., ib.24); τὰ φεφ αδηκότα IG9(1).334.37 (Locr., V. B.C.). 3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Pl.Phd.117b. 4 of a woman, to lose by miscarriage or premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—Pass., τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72. 5 lose, forget, E.Hipp.389. 6 = διάγω, dub. in Id.Fr.280. II Pass., to be destroyed, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, disabled, Hdt.1.34; of ships, ib.166, And.1.142; to be spoilt, γάλα BGU1109.11 (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted, αἷμα Gal.15.297, al.; τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος deaf, Hdt.1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr.1056; τὰ ὄμματα δ. blinded, Pl.R.517a; σὰς φρένας E.Hel.1192; τὸ φρενῶν διαφθαρέν, = φρενοβλάβεια, Id.Or.297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b. III pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits, διέφθορας Il. 15.128; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose, γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4; τὰ δ. σώματα Plu.2.87c, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but, 2 in Trag. and Com. always trans. (cf. Ammon.42, Moer.127), τὰς . . ἐλπίδας διέφθορεν S.El.306; τὰς φρένας διέφθορε . . μοναρχία E.Hipp.1014; τὸν λόγον δ. Cratin. 292, cf. Eup. l.c., Pherecr.145.15, Ar.Fr.490, Men.3. IV aor. διέφθειρα intr., became corrupt, LXXJd.2.19.
German (Pape)
[Seite 611] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = verloren sein, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, vernichten; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; νῆες διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι ἦσαν, 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Ggstz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) verschlimmern, im Ggstz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von körperlichen Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας οὔτε τοῦ χρώματος οὔτε τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben μοιχεύω, Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom Geist; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = φρενοβλάβεια, Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, verführen, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = bestechen, καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ γραμματεῖον, verfälschen, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.
Greek (Liddell-Scott)
διαφθείρω: μέλλ. -φθερῶ, Ἐπ. -φθέρσω, Ἰλ. Ν. 625· πρκμ. διέφθαρκα Εὐρ. Μηδ. 226, κτλ.· ὡσαύτως διέφθορα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. - Παθ., μέλλ. διαφθᾰρήσομαι Θουκ. 4. 37, Ἰων. διαφθερέομαι Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42· γ΄ πληθ. ὑπερσ. διεφθάρατο ὁ αὐτ. 8. 90. Ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν Ἰλ. Ν. 625· ἔργα Ἡρόδ. 1. 36, καὶ Ἀττ., καταστρέφω, τινὰ αὐτ. 9, 88, κτλ.· καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, Σοφ. Ο. Τ. 438, πρβλ. Φ. 1069· δ. χέρα, ἐξασθενῶ τὴν χεῖρά τινος, Εὐρ. Μηδ. 1055· ἀνατρέπω ἅρμα, Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5· καθιστῶ πλοῖόν τι ἀνίκανον πρὸς πλοῦν, Ἡρόδ. 1. 166, 167, Ἀνδοκ. 18. 32, κτλ. (πρβλ. καταδύω)· δ. τὴν συνουσίαν, διαλύω τὴν συναναστροφήν, Πλάτ. Πρωτ. 338D· - ἀπολ. = διόλλυμι, ἀντίθ. σῴζω Εὐρ. Ἱππ. 389. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, διαφθείρω, καταστρέφω, γνώμην τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 932· δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, 30Β, κτλ.· - ἰδίως διαφθείρω διὰ δώρων, Λατ. corrumpere, Ἡρόδ. 5. 51· ἀργυρίῳ δ. τινὰ Λυσ. 180. 17· ἐπὶ χρήμασι Δημ. 241. 1· - δ. γυναῖκα, ἐξαπατῶ, Λυσ. 93. 16, κτλ.· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 318· - δ. τοὺς νόμους, πλαστογραφῶ, κιβδηλεύω αὐτούς, Ἰσοκρ. 373Β. 3) οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος Πλάτ. Φαίδωνι 117Β. ΙΙ. Παθ., καταστρέφομαι, ἀποκτείνομαι, ἐξαφανίζομαι, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις, φονεύομαι διὰ τὰ ἐνδύματα, ἅτινα φορῶ, Ἀντιφῶν 117. 1· ἰδίως γίνομαι χωλός, ἀνάπηρος, ἀκρωτηριάζομαι, Ἡρόδ. 1. 34, 166, κτλ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, κωφός, ὁ αὐτ. 1. 38· τὰ σκέλεα δ., τὰ σκέλη ἔχοντες τεθραυσμένα, ὁ αὐτ. 8. 28· διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Σοφ. Τρ. 1056· τὰ ὄμματα δ., τυφλός, Πλάτ. Πολ. 517Α· τὰς φρένας Εὐρ. Ἑλ. 1192· τὸ φρενῶν διαφθαρὲν = φρενοβλάβεια, Εὐρ. Ὀρ. 297· - ἀπολ., διεφθαρμένος, κατεστραμμένος ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. διέφθορα εἶναι ἀμετάβ. παρ’ Ὁμ., εἶμαι χαμένος (πρβλ. τὸ ἀνωτέρω τελευταῖον χωρίον τοῦ Εὐρ.), διέφθορας Ἰλ. Ο. 128· καὶ οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλὰ συνήθως κατὰ μετοχ. (ὡς ἐν τῷ παρέφθορα), διεφθορὸς αἷμα, διεφθαρμένον, μεμολυσμένον, Γαλην.· γάλα δ. ἤδη Ἰώσηπ. Ι. Α. 5. 5, 4· τὰ δ. σώματα Πλούτ. 2. 87C, πρβλ. 128Ε, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 3 (ἴδε πλείονα παρὰ Λοβ. Φρύν. 160)· - ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἀείποτε μεταβ., τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν Σοφ. Ἠλ. 306· τὰς φρένας διέφθορε… μοναρχία Εὐρ. Ἱππ. 1013 (ἔνθα ἴδε Valck)· τὸν λόγον δ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 156, πρβλ. Φερεκρ. Χειρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 418, Μένανδ. Ἀδελφ. 6.