Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(13_7_1)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] später -[[γίνομαι]] (s. [[γίγνομαι]]), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰσΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς [[ταὐτό]], 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. [[καί]] σφι ὁ [[κύκλος]] τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] später -[[γίνομαι]] (s. [[γίγνομαι]]), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰσΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς [[ταὐτό]], 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. [[καί]] σφι ὁ [[κύκλος]] τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.
}}
{{ls
|lstext='''παραγίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -[[γίνομαι]] [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ [[συμπόσιον]] αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον [[μετὰ]] δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· [[ὡσαύτως]], π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[πλευρόν]] τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ὑποστηρίζω]], Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, [[ὑποστηρίζω]] ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπέρχομαι]], [[προσγίγνομαι]], π. τινι, Λατ. contingere alicui, [[ὅθεν]] καί τις [[δύναμις]] παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· [[ἀρετὴ]] π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]], τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς [[τωὐτό]], καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., [[φθάνω]], [[ἔρχομαι]], [[καταφθάνω]], παρεγένοντο αἱ [[νῆες]] Ἡρόδ. 6. 95. 2) [[φθάνω]] εἰς ὡριμότητα, [[ὡριμάζω]], ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, [[λαμβάνω]] τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.
}}
}}

Revision as of 11:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγίγνομαι Medium diacritics: παραγίγνομαι Low diacritics: παραγίγνομαι Capitals: ΠΑΡΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paragígnomai Transliteration B: paragignomai Transliteration C: paragignomai Beta Code: paragi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later Gr. παρα-γίνομαι [ῑ], aor. Pass.

   A παρεγενήθην Plb.3.99.2, etc.:—to be beside, by or near: c. dat. pers. et rei, καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί attended them at the banquet, Od.17.173: c. dat. pers. only, Σοφοκλεῖ π. ἐρωτωμένῳ was by him when he was asked, Pl.R.329b, cf. Antipho 6.17: c. dat. rei only, π. τῇ μάχῃ to be present at... Pl.Chrm.153c; τῇ συνουσίᾳ Id.Smp.172c, cf. Hdt.8.109; also π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Isoc.12.52; ἐν τοιοῖσδε λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Pl.Prt.337a, Smp.173b: abs., Antipho 2.3.5.    2 π. τινί come to one's side, stand by, second, Hes.Th.429, 436, Hdt.3.32; μάρτυρες . . τοῖσι θανοῦσιν π. A.Eu.319 (anap.); ἐπί τινα against one, Th.2.95; μάχῃ . . π. τισί support them in battle, Id.3.54: abs., Hes.Th. 432, Th.6.67; ἄνδρες ἱππῆς -γένεσθε Ar.Eq.242; -γενηθεὶς ἐπάγγελτος SIG708.21 (Istropolis, ii B. C.).    3 of things, to be at hand, accrue to one, πόλεμος ὅθεν καί τις δύναμις παρεγένετο Th.1.15, cf. X.Mem. 4.2.2; φόβοι παραγιγνόμενοί τισι Isoc.5.34; ἀρετὴ π. οἷς ἂν π. Pl. Men.99e, cf. 86d, Arist.EN1099b16; ἀπὸ φυσιολογίας Phld.Rh.1.122 S.; of scientific learning, Arist.APo.71a4; of virtue, ὅτῳ τρόπῳ παραγίγνεται Pl.Men.71a.    4 π. ἀπό τινος to be descended from... or perh. to have a right to attend a sacrifice through descent from... Inscr.Cos405.    II come to, τινι Thgn.139, X.Cyr.4.1.14, etc.; π. ἐς κώμην Hdt.1.185; π. ἐς τὠυτό come to the same point, Id.2.4; ἐς τὸ δέον Id.1.32; ἐπὶ τὰς ταφάς Aeschin.3.235: abs., arrive, come up, παρεγένοντο αἱ νέες Hdt.6.95.    2 come to maturity, of corn, Id.1.193; of the horns of oxen, to be fully grown, Id.4.29.    3 have recourse to, ἐπὶ τροφὴν καὶ πόμα Gal.15.506; ἐπὶ τὸ τῆς ὄνου γάλα ib. 746.

German (Pape)

[Seite 474] später -γίνομαι (s. γίγνομαι), daneben od. dabei sein, zugegen od. anwesend sein; καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί, Od. 17, 173; μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν παραγιγνόμεναι, Aesch. Eum. 319; Ar. Equ. 410; πολλοῖσι παρεγενόμην, Her. 8, 109; παρεγένου τῇ μάχῃ, Plat. Charm. 153 c; Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ich war dabei, als Sophokles gefragt wurde, Rep. I, 329 b; φόβοι παραγιγνόμενοί τινι, Isocr. 5, 34; – aber auch ἐν τῷ συνδείπνῳ, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Plat. Conv. 172 b 173 b; ἐν τῇ μάχῃ, Xen. An. 1, 7, 12; auch mit Rücksicht auf die vorangegangene Bewegung, hinkommen, παρεγένετο εἰσΣάρδεις, An. 1, 2, 3. 3, 4, 38; εἰς τόπον, Her. 1, 185; ἐς ταὐτό, 2, 4; εἰς τὸν κίνδυνον παρεγένοντο, Pol. 3, 8, 11; vgl. noch Her. καί σφι ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται, 2, 4. – Vor Gericht Einem beistehen, adesse, Plat. Rep. II, 368 b, τινί, – Von Pflanzen, fortkommen, Theophr. bei Ath. III, 77 e.

Greek (Liddell-Scott)

παραγίγνομαι: Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -γίνομαι [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ συμπόσιον αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον μετὰ δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον μετὰ δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· ὡσαύτως, π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, ἔρχομαι εἰς τὸ πλευρόν τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ὑποστηρίζω, Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, ἐναντίον τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, ὑποστηρίζω ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπέρχομαι, προσγίγνομαι, π. τινι, Λατ. contingere alicui, ὅθεν καί τις δύναμις παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· ἀρετὴ π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. παρουσιάζομαι, ἔρχομαι, τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· ὡσαύτως, π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς τωὐτό, καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., φθάνω, ἔρχομαι, καταφθάνω, παρεγένοντο αἱ νῆες Ἡρόδ. 6. 95. 2) φθάνω εἰς ὡριμότητα, ὡριμάζω, ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, λαμβάνω τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.