ἐπικρατής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικρᾰτής''': -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, [[ὑπέρτερος]] ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -[[τέως]], ἰσχυρῶς, [[νέφος]] ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, [[αὐτόθι]] 81˙ [[αὐτίκα]] δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)˙ [[οὕτως]] Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.
|lstext='''ἐπικρᾰτής''': -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, [[ὑπέρτερος]] ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -[[τέως]], ἰσχυρῶς, [[νέφος]] ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, [[αὐτόθι]] 81˙ [[αὐτίκα]] δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)˙ [[οὕτως]] Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. Cp.</i> [[ἐπικρατέστερος]];<br />qui l’emporte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κράτος]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτής Medium diacritics: ἐπικρατής Low diacritics: επικρατής Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: epikratḗs Transliteration B: epikratēs Transliteration C: epikratis Beta Code: e)pikrath/s

English (LSJ)

ές,

   A master of a thing: only Comp. -έστερος, τῇ μάχῃ superior in... Th.6.88; -έστερός τινος γενόμενος having the upper hand of . ., D.C.55.30; τὸ -έστερον φέρειν Memn.34.3; κατὰ τὸ -έστερον with success, D.S.37.2.—Hom. only in Adv. -τέως with overwhelming might, impetuously, Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.Sc.321, A.R.1.367, etc.

German (Pape)

[Seite 953] ές, Etwas in seiner Gewalt habend, mächtig, siegreich, nur im compar., ἐπικρατέστεροι τῇ μάχῃ ἐγένοντο Thuc. 6, 88; Sp., wie D. Cass. ὅσα τῆς βουλῆς ἐπικρατέστεροι ἦσαν 36, 26; διεπολέμησαν κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον D. Sic., siegreich. – Adv. ἐπικρατέως, z. B. ἔμπεσ' ἐπικρ., mit Uebermacht, gewaltsam, ungestüm, Il. 16, 81. 23, 863; πάλλεν Hes. Sc. 521; sp. D., wie Ap. Rh.1, 367.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρᾰτής: -ές, ὁ ἐπικρατῶν εἴς τι, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ συγκρ., ἐπικρατέστερος τῇ μάχῃ, ὑπέρτερος ἐν..., Θουκ. 6. 88˙ ἐπικρατέστερός τινος Δίων Κ. 55. 30, πρβλ. Μέμνονα 29˙ κατὰ τὸ ἐπικρατέστερον, μετ’ ἐπιτυχίας, Διοδ. Ἐκλογ. σ. 539. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ. -τέως, ἰσχυρῶς, νέφος ἀμφιβέβηκε νηυσὶν ἐπικρατέως Ἰλ. Π. 67˙ ἔμπεσ’ ἐπικρατέως, ἐπέπεσε μεθ’ ὁρμῆς, ἰσχυρῶς, αὐτόθι 81˙ αὐτίκα δ’ ἰὸν ἧκεν ἐπικρατέως Ψ. 863 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)˙ οὕτως Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 321, 419, 461, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 367, κλ.

French (Bailly abrégé)

seul. Cp. ἐπικρατέστερος;
qui l’emporte.
Étymologie: ἐπί, κράτος.