εὔδηλος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔδηλος''': -ον, ἐντελῶς [[φανερός]], [[κατάδηλος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 1009, κλ.· εὔδηλός ἐστι ποιῶν, [[εἶναι]] καταφανὴς τοῖς πᾶσι ποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1130· εὔδηλόν ἐστιν ὅτι... Πλάτ. Πολιτικ. 308D· φιλόσοφός τις εἶ ― εὔδηλον Ἄλεξις ἐν «Λίνῳ» 1. 11· ἐν εὐδήλῳ ἐστί Ἱππ. 6. 3· ἴδε ἐν λ. δῆλος. ― Ἐπίρ. -λως Πλουτ. Θησ. 3. | |lstext='''εὔδηλος''': -ον, ἐντελῶς [[φανερός]], [[κατάδηλος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 1009, κλ.· εὔδηλός ἐστι ποιῶν, [[εἶναι]] καταφανὴς τοῖς πᾶσι ποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1130· εὔδηλόν ἐστιν ὅτι... Πλάτ. Πολιτικ. 308D· φιλόσοφός τις εἶ ― εὔδηλον Ἄλεξις ἐν «Λίνῳ» 1. 11· ἐν εὐδήλῳ ἐστί Ἱππ. 6. 3· ἴδε ἐν λ. δῆλος. ― Ἐπίρ. -λως Πλουτ. Θησ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait visible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δῆλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A quite clear, abundantly manifest, A.Pers.1009 (lyr.), etc.; εὔ. [ἐστὶ] κελεύων may be seen bidding... Ar.Ach.1130 (sed cod. R ἔνδηλος) ; ῥυθμός easily distinguishable, Arist.Pr.882b9; εὔ. γράμματα plainly legible, POxy.1100.3 (iii A.D.); εὔδηλόν [ἐστιν] ὅτι . . Pl.Plt.308d; φιλόσοφός τις εἶ—εὔδηλον Alex.135.11; ἐν εὐδήλῳ [ἐστί] Hp.de Arte9. Adv. -λως Plu. Thes.3.
German (Pape)
[Seite 1061] sehr sichtbar, wohl in die Augen fallend, πεπλήγμεθ', εὔδηλα γάρ, Aesch. Pers. 970; εὔδηλον ὅτι Plat. Polit. 308 d, wie Rep. IV, 491 c u. Folgde, Xen. Hell. 6, 1, 8; – c. partic., wie das simpl., Ar. Ach. 1130. – Adv. εὐδήλως, Plut. Thes. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, κατάδηλος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1009, κλ.· εὔδηλός ἐστι ποιῶν, εἶναι καταφανὴς τοῖς πᾶσι ποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1130· εὔδηλόν ἐστιν ὅτι... Πλάτ. Πολιτικ. 308D· φιλόσοφός τις εἶ ― εὔδηλον Ἄλεξις ἐν «Λίνῳ» 1. 11· ἐν εὐδήλῳ ἐστί Ἱππ. 6. 3· ἴδε ἐν λ. δῆλος. ― Ἐπίρ. -λως Πλουτ. Θησ. 3.