αἰανής: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰᾱνής''': Ἰων. [[αἰηνής]], ές, παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· [[δεῖπνον]] αἰηνές, [[ἔπειτα]] παρὰ Πινδ., αἰανὴς [[κόρος]], [[κέντρον]], [[λιμός]], Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς [[κύκλος]], Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς [[νόσος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, [[αὐτόθι]] 940· Πέλοπος ... [[ἱππεία]], ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ [[τύπος]] αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ [[εἶναι]] ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ [[πρᾶγμα]] ἐν τῇ φράσει αἰανὸς [[χρόνος]] καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), [[ὁπόθεν]] πιθανῶς προέκυψεν ἡ [[σημασία]] τοῦ ὁ [[μηδέποτε]] τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς [[ὅταν]] ῃ [[μετὰ]] τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ [[ἔπειτα]] ἡ τοῦ [[ἀνιαρός]], [[ὀδυνηρός]], [[δεινός]], [[ἀπεχθής]], [[φοβερός]], ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ [[σημασία]] σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[αἰνός]]). | |lstext='''αἰᾱνής''': Ἰων. [[αἰηνής]], ές, παλαιὰ ποιητ. [[λέξις]] πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· [[δεῖπνον]] αἰηνές, [[ἔπειτα]] παρὰ Πινδ., αἰανὴς [[κόρος]], [[κέντρον]], [[λιμός]], Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς [[κύκλος]], Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς [[νόσος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, [[αὐτόθι]] 940· Πέλοπος ... [[ἱππεία]], ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ [[τύπος]] αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ [[εἶναι]] ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ [[πρᾶγμα]] ἐν τῇ φράσει αἰανὸς [[χρόνος]] καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), [[ὁπόθεν]] πιθανῶς προέκυψεν ἡ [[σημασία]] τοῦ ὁ [[μηδέποτε]] τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς [[ὅταν]] ῃ [[μετὰ]] τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ [[ἔπειτα]] ἡ τοῦ [[ἀνιαρός]], [[ὀδυνηρός]], [[δεινός]], [[ἀπεχθής]], [[φοβερός]], ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ [[σημασία]] σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[αἰνός]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />éternel.<br />'''Étymologie:''' [[αἰών]] temps.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br /><b>1</b> déplorable, triste;<br /><b>2</b> pénible, dur.<br />'''Étymologie:''' cf. [[αἰάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. αἰηνής, ές, poet. word,
A δεῖπνον αἰηνές Archil.38; αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Pi.P.1.83, 4.236, I.1.49: also in Trag. (not E.), Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα A.Eu.416; νυκτὸς αἰ. κύκλος S.Aj.672; αἰ. νόσος A.Eu.479,942 (lyr); αἰ. βάγματα Id.Pers.636 (lyr.); αἰ. πάνδυρτον αὐδάν ib.941 (lyr.); Πέλοπος . . ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰ. τᾷδε γᾷ S.El.506; of Time, εἰς τὸν αἰ. χρόνον A.Eu.572, IG9(1).886.2 (Corcyra); eternal, θεός Lyc.928. Adv. αἰανῶς for ever, A.Eu.672:— αἰανός, Hsch., Suid. s.v. λεύκη ἡμέρα, and v.l. in A.Eu.416,479, S.Aj.672, El.506, is dub. (Prob. fr. αἰεί, everiasting, perpetual, hence in bad sense, wearisome, persistent.)
Greek (Liddell-Scott)
αἰᾱνής: Ἰων. αἰηνής, ές, παλαιὰ ποιητ. λέξις πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 38· δεῖπνον αἰηνές, ἔπειτα παρὰ Πινδ., αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Π. 1. 161., 4. 420, Ἴ. 3. 4· - ἀκολούθως παρ’ Αἰσχύλ. κ. Σοφ., νυκτὸς αἰανῆ τέκνα, Εὐμ. 416· νυκτὸς αἰανὴς κύκλος, Σοφ. Αἰ. 672· αἰανὴς νόσος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 479, 942· αἰανῆ βάγματα, ὁ αὐτ. Πέρσ. 635· αἰανῆ πάνδυρτον αὐδάν, αὐτόθι 940· Πέλοπος ... ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰανὴς τᾷδε γᾷ, Σοφ. Ἠλ. 506: ἐπὶ χρόνου, εἰς τὸν αἰανῆ χρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 572, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 263· ὁμοίως καὶ ἐπίρρ. αἰανῶς = αἰωνίως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 672. - Ὁ τύπος αἰανός, ὁ ἀπαντῶν ὡς ἄλλη γραφὴ ἐν Εὐμ. 416, 479, Σοφ. Αἴ. 672, Ἠλ. 506, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Nauck Melanges gréco-Romains, 1862, 2. σ. 441. (Ἡ πιθανὴ παραγωγὴ εἶναι ἐκ τοῦ αἰεὶ = αἰωνίως· (ὡς πρέπει νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα ἐν τῇ φράσει αἰανὸς χρόνος καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ. τύπῳ αἰανῶς), ὁπόθεν πιθανῶς προέκυψεν ἡ σημασία τοῦ ὁ μηδέποτε τελευτῶν, ὀχληρὸς, ὡς ὅταν ῃ μετὰ τοῦ οὐσ. νύξ· καὶ ἔπειτα ἡ τοῦ ἀνιαρός, ὀδυνηρός, δεινός, ἀπεχθής, φοβερός, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι χωρίοις, ἂν καὶ κοινῶς νομίζεται ὅτι αὕτη ἡ σημασία σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ αἰνός).
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
éternel.
Étymologie: αἰών temps.
2ής, ές :
1 déplorable, triste;
2 pénible, dur.
Étymologie: cf. αἰάζω.