δημιουργία: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημιουργία''': ἡ, τὸ κατασκευάζειν, ἡ [[κατασκευή]], [[ποίησις]], ζῴων Πλάτ. Τιμ. 41C, κτλ.· δ. τινὸς ἔκ τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280C. 2) [[ἐργασία]], [[ἐπιτηδειότης]], [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, 495D. 3) [[ἐνέργεια]], [[λειτουργία]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 3, 2. 4) δ. τῶν τεχνῶν, ἄσκησις αὐτῶν, [[ἐφαρμογή]], Πλάτ. Συμπ. 197Α. ΙΙ. τὸ [[ὑπούργημα]] ἄρχοντος (ἴδε δημιουργὸς ΙΙ)· [[καθόλου]], [[ἀρχή]], [[ἐξουσία]], [[ὑπούργημα]], [[ἀξίωμα]], Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 5. | |lstext='''δημιουργία''': ἡ, τὸ κατασκευάζειν, ἡ [[κατασκευή]], [[ποίησις]], ζῴων Πλάτ. Τιμ. 41C, κτλ.· δ. τινὸς ἔκ τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280C. 2) [[ἐργασία]], [[ἐπιτηδειότης]], [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, 495D. 3) [[ἐνέργεια]], [[λειτουργία]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 3, 2. 4) δ. τῶν τεχνῶν, ἄσκησις αὐτῶν, [[ἐφαρμογή]], Πλάτ. Συμπ. 197Α. ΙΙ. τὸ [[ὑπούργημα]] ἄρχοντος (ἴδε δημιουργὸς ΙΙ)· [[καθόλου]], [[ἀρχή]], [[ἐξουσία]], [[ὑπούργημα]], [[ἀξίωμα]], Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> profession d’artisan, métier;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> pratique d’un art;<br /><b>3</b> production, fabrication, création.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A workmanship, handicraft, Pl.R.401a; τέχναι καὶ δ. ib.495d; piece of mechanism, Arist.Mu.400a1. 2 making, creating, ζῴων Pl.Ti.41c, etc.; δ. ἔκ τινος Id.Plt.280c; creative activity, μεριστὴ δ. Jul.Or.5.179b, al.; the creation, ἡ φανερὰ δ. ib.4.144b; ὁ κόσμος ὅδε καὶ ἁπλῶς ἡ δ. Dam.Pr.283. 3 physical function, Arist.HA489a13. 4 δ. τῶν τεχνῶν handling or practising them, Pl.Smp.197a. II the office of δημιουργός, OGI578.12 (pl., Tarsus), etc.: generally, magistracy, office, Arist.Pol.1310b22 (pl.).
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, das Verfertigen, Hervorbringen; ζώων Plat. Tim. 41 c; Arist. H. A. 1, 13; τῶν εἰδώλων Plat. Rep. X, 599 a; ἐκ τῶν λίνων Polit. 280 c; τεχνῶν, Betreiben der Künste, Conv. 197 a; die Kunst, das Handwerk, γραφικὴ καὶ πᾶσα ἡ τοιαύτη δ. Rep. IV, 401 a; καὶ τέχναι VI, 495 d; αἱ τῶν περὶ τὰ πέμματα δημιουργίαι Ath. I, 18 c. – Die Verwaltung der Staatsangelegenheiten, Staatsamt, Arist. Pol. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δημιουργία: ἡ, τὸ κατασκευάζειν, ἡ κατασκευή, ποίησις, ζῴων Πλάτ. Τιμ. 41C, κτλ.· δ. τινὸς ἔκ τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280C. 2) ἐργασία, ἐπιτηδειότης, χειροτεχνία, ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, 495D. 3) ἐνέργεια, λειτουργία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 3, 2. 4) δ. τῶν τεχνῶν, ἄσκησις αὐτῶν, ἐφαρμογή, Πλάτ. Συμπ. 197Α. ΙΙ. τὸ ὑπούργημα ἄρχοντος (ἴδε δημιουργὸς ΙΙ)· καθόλου, ἀρχή, ἐξουσία, ὑπούργημα, ἀξίωμα, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 profession d’artisan, métier;
2 en gén. pratique d’un art;
3 production, fabrication, création.
Étymologie: δημιουργός.