μέταλλον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέταλλον''': τό, [[μεταλλεῖον]] ἢ [[λατομεῖον]], ἁλὸς [[μέταλλον]], ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) [[ὑπόνομος]] ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., [[ἐργασία]], οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ [[μεταλλικός]], καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. ([[μέταλλον]] [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. [[μεταλλάω]], ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως [[μέταλλον]] πιθανῶς [[εἶναι]]: [[τόπος]] ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.) | |lstext='''μέταλλον''': τό, [[μεταλλεῖον]] ἢ [[λατομεῖον]], ἁλὸς [[μέταλλον]], ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) [[ὑπόνομος]] ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., [[ἐργασία]], οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ [[μεταλλικός]], καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. ([[μέταλλον]] [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. [[μεταλλάω]], ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] τῆς λέξεως [[μέταλλον]] πιθανῶς [[εἶναι]]: [[τόπος]] ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> mine, <i>càd</i> tranchée pour la recherche de l’eau, des métaux;<br /><b>II.</b> le produit qu’on extrait de cette tranchée, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mine (d’or, d’argent, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> gisement de sel.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μεταλλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A mine, quarry, ἁλὸς μέταλλον salt-pit, salt-mine, Hdt.4.185; μ. τετμημένον Hyp.Eux.35; μ. παλαιὸν ἀνασάξιμον IG 22.1582.56: mostly in pl., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα gold and silver mines, Hdt.3.57; τὰ ἀργύρεια μ., at Laurium, Th.2.55; μέταλλα (alone) silver mines, X.Vect.4.4; μαρμάρου μ. marble quarries, Str.9.1.23. 2 mine in siege-operations, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Plb.16.11.2, al. 3 metaph., work, οὐδ' ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Alciphr.1.36. II later, mineral, metal, Sammelb.4313 (i/ii A. D.), Ruf. ap. Orib.5.3.21, Nonn.D.11.26, Agath.5.9, AP7.363. (On the etym. cf. μεταλλάω.)
German (Pape)
[Seite 149] τό (vgl. μεταλλάω, also eigentl. das Durchsuchen, der Ort wo man sucht und das Gesuchte selbst, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140), Bergwerke, Gruben, in denen man nach Erz, Metallen, Steinen u. vgl. sucht; Her. 5, 17; χρύσεα μέταλλα, Goldgruben, 6, 46 (wie Thuc. 1, 100); auch ἁλὸς μέταλλον, Salzgrube, 4, 185; λευκοῦ λίθου, Strab. XIII, 1, öfter; ἀργύρεια, Silberbergwerke, Thuc. 2, 55; Plut. Them. 4; μέταλλα ὅλα χρυσίου, Luc. Gall. 6. Auch übh. Minen, ἤρξατο πολιορκῶν διὰ τῶν μετάλλων, Pol. 16, 11, 2. – Sp. auch das in den Gruben Gefundene, das Ausgegrabene, bes. Erz, Metall.
Greek (Liddell-Scott)
μέταλλον: τό, μεταλλεῖον ἢ λατομεῖον, ἁλὸς μέταλλον, ἀλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· μ. τέμνειν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 44· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρύσεα καὶ ἀργύρεα μέταλλα, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου μεταλλεῖα, Ἡρόδ. 3. 57· τὰ ἀργύρεια μ., ἐν Λαυρείῳ, Θουκυδ. 2. 18· μέταλλα (μόνον), ἀργύρου μεταλλεῖα, Ξενοφ. Πόροι 4, 4· μαρμάρου μ., λατομεῖα μαρμάρου, Στράβ. 399. 2) ὑπόνομος ἐν πολιορκίᾳ, πολιορκεῖν διὰ τῶν μ. Πολύβ. 16. 11, 2. 3) μεταφορ., ἐργασία, οὐδ’ ἐν τοῖς ἀργυρείοις [ἐστί] μοι μ. Ἀλκίφρων 1. 36. ΙΙ. ἡ ἔννοια τοῦ ὀρυκτοῦ ἢ μετάλλου ἥτις ἐπικρατεῖ ἐν τῷ Λατ. metallum ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ παραγώγῳ μεταλλικός, καὶ τοῦτο μόνον παρὰ μεταγεν. (μέταλλον οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ.· ἀλλ’ ὑπάρχει παρ’ αὐτῷ τὸ ῥῆμ. μεταλλάω, ἀείποτε ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ζητῶ τι, ἐρευνῶ διά τι, ― ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τῆς λέξεως μέταλλον πιθανῶς εἶναι: τόπος ζητήσεως, ἐρεύνης· πρβλ. Πλίν. 33. 1.)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. mine, càd tranchée pour la recherche de l’eau, des métaux;
II. le produit qu’on extrait de cette tranchée, d’où
1 mine (d’or, d’argent, etc.);
2 gisement de sel.
Étymologie: DELG μεταλλάω.