ἀμαλδύνω: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμαλδύνω''': [ῡ], ([[ἀμαλός]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.) = [[ἁπαλύνω]], [[μαλακὸν]] ποιῶ, [[ἐξασθενίζω]], [[ἐντεῦθεν]] [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]], [[ἐξαλείφω]], [[τεῖχος]] ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, [[ἀναλίσκω]], κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... [[τεῖχος]] ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[μεταβάλλω]], καθιστῶ ἀγνώριστον, [[εἶδος]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. [[ἀπαμαλδύνω]]. | |lstext='''ἀμαλδύνω''': [ῡ], ([[ἀμαλός]]) Ἐπ. [[ῥῆμα]] ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.) = [[ἁπαλύνω]], [[μαλακὸν]] ποιῶ, [[ἐξασθενίζω]], [[ἐντεῦθεν]] [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], [[ἐξαφανίζω]], [[ἐξαλείφω]], [[τεῖχος]] ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, [[ἀναλίσκω]], κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... [[τεῖχος]] ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[μεταβάλλω]], καθιστῶ ἀγνώριστον, [[εἶδος]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. [[ἀπαμαλδύνω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀμαλδυνῶ, <i>ao.</i> ἠμάλδυνα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀμαλδυνθήσομαι, <i>ao.</i> ἠμαλδύνθην, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> affaiblir, supprimer;<br /><b>II.</b> p. suite :<br /><b>1</b> détruire;<br /><b>2</b> rendre méconnaissable, dissimuler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
(ἀμαλός) Ep. (not in Od.) and Ion. word, properly,
A soften, mitigate, ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, cf. 13.401; but in early Ep. crush, destroy, τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18; bring low, συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3; put an end to, τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17; use up, squander, χρήματα Theoc.16.59; weaken, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174:—Pass., ὥς κεν . . τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax380; ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201; ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2; ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP6.18 (Jul.); neglect, waste, Democr.202. 2 metaph., conceal, disguise, εἶδος h.Cer.94, cf. A.R.1.834; efface, στίβον Id.4.112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλδύνω: [ῡ], (ἀμαλός) Ἐπ. ῥῆμα (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) = ἁπαλύνω, μαλακὸν ποιῶ, ἐξασθενίζω, ἐντεῦθεν συντρίβω, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, ἐξαλείφω, τεῖχος ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, ἀναλίσκω, κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... τεῖχος ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., κρύπτω, ἀποκρύπτω, μεταβάλλω, καθιστῶ ἀγνώριστον, εἶδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. ἀπαμαλδύνω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀμαλδυνῶ, ao. ἠμάλδυνα, pf. inus.
Pass. f. ἀμαλδυνθήσομαι, ao. ἠμαλδύνθην, pf. inus.
I. affaiblir, supprimer;
II. p. suite :
1 détruire;
2 rendre méconnaissable, dissimuler.
Étymologie: ἀμαλός.