ἀπαμαλδύνω
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῡ], bring to naught, plunge into obscurity, AP9.24 (Leon.); quench, μαρμαρυγήν Nonn. D. 33.24; turn pale, ἔρευθος Q.S. 8.209.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰμαλδύνω)
apagar μαρμαρυγήν Nonn.D.33.24, ἔρευθος Q.S.8.209
•fig. oscurecer completamente, relegar al olvido ὑμνοπόλους ... ἀπημάλδυνεν Ὅμηρος AP 9.24 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 277] abschwächen, verdunkeln, Leon. Tar. 19 (IX, 24); vertilgen, ἔρευθος Qu. Sm. 8, 209; vgl. Nonn. D. 8, 209.
French (Bailly abrégé)
obscurcir, gâter, perdre.
Étymologie: ἀπό, ἀμαλδύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰμαλδύνω: умалять, затмевать (ὑμνοπόλους ἀπημάλδυνεν Ὃμηρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμαλδύνω: καθιστῶ τι ἀφανές, ἀπημάλδυνεν Ὅμηρος ὑμνοπόλους Ἀνθ. Π. 9. 24, ἀστράσιν ἠέλιος, ἠελίῳ δὲ νέφος κάλλος ἀπημάλδυνε, ἐξηφάνισε, Γρηγορ. Ναζ. Ὕμν. 161. 1.
Greek Monolingual
ἀπαμαλδύνω (Α)
εξαφανίζω.
Greek Monotonic
ἀπᾰμαλδύνω: [ῦ], μέλ. -ῠνῶ, εξουθενώνω, εκμηδενίζω, καθιστώ κάτι εμφανές, σε Ανθ.