ἀπαμαλδύνω

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰμαλδύνω Medium diacritics: ἀπαμαλδύνω Low diacritics: απαμαλδύνω Capitals: ΑΠΑΜΑΛΔΥΝΩ
Transliteration A: apamaldýnō Transliteration B: apamaldynō Transliteration C: apamaldyno Beta Code: a)pamaldu/nw

English (LSJ)

[ῡ], bring to naught, plunge into obscurity, AP9.24 (Leon.); quench, μαρμαρυγήν Nonn. D. 33.24; turn pale, ἔρευθος Q.S. 8.209.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰμαλδύνω)
apagar μαρμαρυγήν Nonn.D.33.24, ἔρευθος Q.S.8.209
fig. oscurecer completamente, relegar al olvido ὑμνοπόλους ... ἀπημάλδυνεν Ὅμηρος AP 9.24 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 277] abschwächen, verdunkeln, Leon. Tar. 19 (IX, 24); vertilgen, ἔρευθος Qu. Sm. 8, 209; vgl. Nonn. D. 8, 209.

French (Bailly abrégé)

obscurcir, gâter, perdre.
Étymologie: ἀπό, ἀμαλδύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰμαλδύνω: умалять, затмевать (ὑμνοπόλους ἀπημάλδυνεν Ὃμηρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμαλδύνω: καθιστῶ τι ἀφανές, ἀπημάλδυνεν Ὅμηρος ὑμνοπόλους Ἀνθ. Π. 9. 24, ἀστράσιν ἠέλιος, ἠελίῳ δὲ νέφος κάλλος ἀπημάλδυνε, ἐξηφάνισε, Γρηγορ. Ναζ. Ὕμν. 161. 1.

Greek Monolingual

ἀπαμαλδύνω (Α)
εξαφανίζω.

Greek Monotonic

ἀπᾰμαλδύνω: [ῦ], μέλ. -ῠνῶ, εξουθενώνω, εκμηδενίζω, καθιστώ κάτι εμφανές, σε Ανθ.

Middle Liddell

to bring to naught, Anth.