ἀμφαδόν: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
|lstext='''ἀμφᾰδόν''': ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν ([[ἀμφανδόν]]) = [[δημοσίᾳ]], φανερῶς, [[ἄνευ]] προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ [[λάθρῃ]] Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, [[μήπως]] ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει [[τύπος]] ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />ouvertement, publiquement.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀναφαδόν, de [[ἀναφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφᾰδόν Medium diacritics: ἀμφαδόν Low diacritics: αμφαδόν Capitals: ΑΜΦΑΔΟΝ
Transliteration A: amphadón Transliteration B: amphadon Transliteration C: amfadon Beta Code: a)mfado/n

English (LSJ)

Adv., poet. for ἀναφαδόν

   A = ἀναφανδόν (ἀμφανδόν), publicly, openly, without disguise, opp. λάθρη, βαλέειν Il.7.243; opp. κρυφηδόν, Od.14.330; opp. δόλῳ, κτείνειν 1.296; ἀ. πάντ' ἀγορεύειν Il.9.370; ὡς ἀ πέπραγα πανταχῇ καλῶς Ion Trag. ap. Phot.p.98 R.—Prop. neut. of Adj. ἀμφαδός, ή, όν, which occurs in Od.19.391 μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο discovered, known, cf. A.R.3.615.

German (Pape)

[Seite 133] (vgl. ἀναφανδόν), öffentlich, unverhohlen, eigentl. accus. neutr. sing. (vgl. ἀμφαδά); Hom. sechsmal, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν Od. 14, 330. 19, 299, ήὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν Od. 1, 296. 11, 120, Gegstz λάθρῃ Iliad. 7, 243, ohne Gegstz Iliad. 9, 370.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφᾰδόν: ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναφαδόν = ἀναφανδὸν (ἀμφανδόν) = δημοσίᾳ, φανερῶς, ἄνευ προφυλάξεως ἢ ἀποκρύψεως, ἀντίθετον τῷ λάθρῃ Ἰλ. Π. 213· τῷ κρυφηδὸν Ὀδ. Ξ. 330· τῷ δόλῳ Α. 296: ἀμφαδὸν βαλέειν, κτείνειν, ἀγορεύειν, εἰπεῖν Ὅμ.―Φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ οὐδέτερον ἐπιθέτου ἀμφαδός, ή, όν, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Τ. 391, μὴ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο, μήπως ἀνακαλυφθῶσι, γνωσθῶσιν. Ὑπάρχει τύπος ἀμφαδὴν παρ’ Ἀρχιλ. 60.

French (Bailly abrégé)

adv.
ouvertement, publiquement.
Étymologie: pour *ἀναφαδόν, de ἀναφαίνω.