ἄμειψις: Difference between revisions
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμειψις''': -εως, ἡ, ([[ἀμείβω]]) [[ἀλλαγή]], [[ἀνταλλαγή]], Πολύβ. 10. 1, 5· ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων, καθ’ ἣν ὥραν ἀλλάσσονται αἱ τάξεις, Πλουτ. Ἀριστείδ. 16: - [[μεταλλαγή]], [[διαδοχή]], ὁ αὐτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. [[ἀνταπόδοσις]], [[ὅθεν]] καὶ [[ἀπόκρισις]], ὁ αὐτ. 2. 803C. | |lstext='''ἄμειψις''': -εως, ἡ, ([[ἀμείβω]]) [[ἀλλαγή]], [[ἀνταλλαγή]], Πολύβ. 10. 1, 5· ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων, καθ’ ἣν ὥραν ἀλλάσσονται αἱ τάξεις, Πλουτ. Ἀριστείδ. 16: - [[μεταλλαγή]], [[διαδοχή]], ὁ αὐτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. [[ἀνταπόδοσις]], [[ὅθεν]] καὶ [[ἀπόκρισις]], ὁ αὐτ. 2. 803C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> échange;<br /><b>2</b> succession;<br /><b>3</b> réponse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμείβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀμείβω)
A exchange, interchange, Plb.10.1.5; ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων Plu.Arist.16; ὀνομάτων Anon. in SE46.25: succession, τῶν γενῶν Plu.Sull.7; change, τῆς χρόας Id.2.978d. II requiting, repaying, [τῶν εὐεργετημάτων] Inscr.Prien.105.18. 2 repartee, Plu.2.803c.
German (Pape)
[Seite 121] ἡ, Tausch, Pind. frg. 6; Pol. 10, 1, Vergeltung, ἀργυρική, Bezahlung in Silber, Diod. S. 4, 47; Veränderung, Plut. Syll. 7 Arist. 16; Antwort, Plut. reip. ger. pr. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμειψις: -εως, ἡ, (ἀμείβω) ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, Πολύβ. 10. 1, 5· ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων, καθ’ ἣν ὥραν ἀλλάσσονται αἱ τάξεις, Πλουτ. Ἀριστείδ. 16: - μεταλλαγή, διαδοχή, ὁ αὐτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. ἀνταπόδοσις, ὅθεν καὶ ἀπόκρισις, ὁ αὐτ. 2. 803C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 échange;
2 succession;
3 réponse.
Étymologie: ἀμείβω.