ἀνακινέω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακῑνέω''': μέλλ. -ήσω, κινῶ [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. [[ἀνακίνησις]]. ΙΙ. [[ἐξεγείρω]], [[ἐξάπτω]], Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, [[ἐξερεθίζω]] αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C. | |lstext='''ἀνακῑνέω''': μέλλ. -ήσω, κινῶ [[τῇδε]] κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. [[ἀνακίνησις]]. ΙΙ. [[ἐξεγείρω]], [[ἐξάπτω]], Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, [[ἐξερεθίζω]] αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> balancer en tenant suspendu;<br /><b>2</b> soulever, remuer ; <i>fig.</i> exciter : νόσον SOPH faire naître une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
(once -άω, imper.
A ἀνακείνα PHolm.20.19), sway or swing to and fro, Hdt.4.94, cf. Hp.VC21. II stir up, awaken, νόσον ἀ. S.Tr.1259; of cocks or quails, stir them up (to fight), Pl.Lg. 789c; ἀ. πόλεμον Plu.Luc.5; ὑπολείμματαστάσεων Pomp.16:—Pass., δόξαι ἀνακεκίνηνται Pl.Men.85c, cf. Pherecyd.102 J. III uproot, τὰς κρηπῖδας Agath.2.1: metaph., τὰ καθεστῶτα Id.4.27.
German (Pape)
[Seite 192] 1) aufwärts bewegen, ἀνακινήσαντες μετέωρον αὐτὸν ῥιπτεῦσι Her. 4, 94; aufregen, νόσον Soph. Trach. 1249; πόλεμον, στάσιν, Plut. Luc. 5 Pomp. 16; αἱ δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat. Men. 85 c; λόγον, Gespräch anregen, Luc. Gall. 27; τὸ πλῆθος D. Hal. 9, 59. – 2) sc. χεῖρας, von Fechtern, die Arme recken und schwingen, um sich zum Kampfe vorzubereiten, vgl. Plat. Legg. VII, 789 c, wo es von dem Aufregen der Hähne zum Kampfe gebraucht ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῑνέω: μέλλ. -ήσω, κινῶ τῇδε κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. ἀνακίνησις. ΙΙ. ἐξεγείρω, ἐξάπτω, Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, ἐξερεθίζω αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 balancer en tenant suspendu;
2 soulever, remuer ; fig. exciter : νόσον SOPH faire naître une maladie.
Étymologie: ἀνά, κινέω.