ἀναύδητος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναύδητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, [[ἀνέκφραστος]], Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, [[ὅστις]] δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) [[ἀνήκουστος]], [[ἀπροσδόκητος]], «[[ἀνέλπιστος]]» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], [[αἰαῖ]], ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. [[ἄναυδος]]).
|lstext='''ἀναύδητος''': Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, [[ἀνέκφραστος]], Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, [[ὅστις]] δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) [[ἀνήκουστος]], [[ἀπροσδόκητος]], «[[ἀνέλπιστος]]» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], [[αἰαῖ]], ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. [[ἄναυδος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> indicible, qu’on ne peut <i>ou</i> qu’on n’ose exprimer;<br /><b>2</b> qui ne peut être annoncé ; qui ne peut se réaliser, impossible;<br /><b>II.</b> qui ne parle pas, muet.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[αὐδάω]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναύδητος Medium diacritics: ἀναύδητος Low diacritics: αναύδητος Capitals: ΑΝΑΥΔΗΤΟΣ
Transliteration A: anaúdētos Transliteration B: anaudētos Transliteration C: anayditos Beta Code: a)nau/dhtos

English (LSJ)

Dor. ἀναύδ-ᾱτος, ον,

   A not to be spoken, unutterable: hence, horrible, ἀναυδάτῳ μένει A.Th.897 (lyr.); ἄφατον ἀναύδητον λόγον E.Ion783.    2 unspoken, impossible, οὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ' ἄν S.Aj.715 (lyr.).    II speechless, Id.Tr.968 (cj.).

German (Pape)

[Seite 212] 1) unaussprechlich, Aesch. μένος Spt. 879; λόγος Eur. Ion. 782; unerhört, unerwartet, Soph. Ai. 702, neben ἀνέλπιστος. – 2) sprachlos, stumm, Soph. Tr. 968; Archi. 28 (VII, 191).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναύδητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, = ἄρρητος, ἀνέκφραστος, Λατ. infandus, ἀναυδάτῳ μένει Αἰσχύλ. Θ. 895· ἄφατον ἄφατον ἀναύδητον λόγον ἐμοὶ θροεῖς, ὅστις δὲν πρέπει νὰ λεχθῇ, Εὐρ. Ἴων 784. 2) ἀνήκουστος, ἀπροσδόκητος, «ἀνέλπιστος» (Σχόλ.), κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ’ ἂν Σοφ. Αἴ. 713. ΙΙ. ἄφωνος, ἄλαλος, αἰαῖ, ὅδ’ ἀναύδατος φέρεται ὁ αὐτ. Τρ. 968. (Λαυρ. χειρόγρ. ἄναυδος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 indicible, qu’on ne peut ou qu’on n’ose exprimer;
2 qui ne peut être annoncé ; qui ne peut se réaliser, impossible;
II. qui ne parle pas, muet.
Étymologie: ἀ, αὐδάω.