ἀναρχία: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρχία''': ἡ, ([[ἄναρχος]]) [[ἔλλειψις]] ἀρχηγοῦ, ἄρχοντος, ἀναρχίης ἐούσης, [[ἐπειδὴ]] δὲν ὑπῆρχεν [[ἀρχηγός]], Ἡρόδ. 9. 23· οὐκ ἐρεῖτ’ ἀν. Αἰσχύλ. Ἱκ. 906. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] λαοῦ διατελοῦντος [[ἄνευ]] νομίμου ἀρχῆς, δημόθρους [[ἀναρχία]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 883, πρβλ. Θουκ. 6. 72· ἀν καὶ [[ἀνομία]], ἀν. καὶ [[ἀσωτία]] Πλάτ. Πολ. 575Α, 560Ε· ἀν. καὶ [[ἀταξία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 5· ἀν. δούλων καὶ γυναικῶν, ἡ ἀνεξαρτησία αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 6. 4, 20. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδόθη εἰς τὴν περίοδον καθ’ ἣν ἦρχον οἱ [[τριάκοντα]] τύραννοι (404 π.Χ.), ὅτε δὲν ὑπῆρχεν ἄρχων, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1, πρβλ. Οὐολφ. Προλεγ. εἰς Δημ. πρὸς Λεπτίν. σ. CXXVIII.
|lstext='''ἀναρχία''': ἡ, ([[ἄναρχος]]) [[ἔλλειψις]] ἀρχηγοῦ, ἄρχοντος, ἀναρχίης ἐούσης, [[ἐπειδὴ]] δὲν ὑπῆρχεν [[ἀρχηγός]], Ἡρόδ. 9. 23· οὐκ ἐρεῖτ’ ἀν. Αἰσχύλ. Ἱκ. 906. ΙΙ. ἡ [[κατάστασις]] λαοῦ διατελοῦντος [[ἄνευ]] νομίμου ἀρχῆς, δημόθρους [[ἀναρχία]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 883, πρβλ. Θουκ. 6. 72· ἀν καὶ [[ἀνομία]], ἀν. καὶ [[ἀσωτία]] Πλάτ. Πολ. 575Α, 560Ε· ἀν. καὶ [[ἀταξία]] Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 5· ἀν. δούλων καὶ γυναικῶν, ἡ ἀνεξαρτησία αὐτῶν, [[αὐτόθι]] 6. 4, 20. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἐδόθη εἰς τὴν περίοδον καθ’ ἣν ἦρχον οἱ [[τριάκοντα]] τύραννοι (404 π.Χ.), ὅτε δὲν ὑπῆρχεν ἄρχων, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1, πρβλ. Οὐολφ. Προλεγ. εἰς Δημ. πρὸς Λεπτίν. σ. CXXVIII.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> absence de chef, état d’un peuple (régulièrement) sans chef;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> manque de chef <i>ou</i> d’autorité, anarchie;<br /><b>3</b> <i>à Athènes</i> l’année sans archontes, <i>càd celle des 30 Tyrans</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄναρχος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρχία Medium diacritics: ἀναρχία Low diacritics: αναρχία Capitals: ΑΝΑΡΧΙΑ
Transliteration A: anarchía Transliteration B: anarchia Transliteration C: anarchia Beta Code: a)narxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of a leader, ἀναρχίης ἐούσης since there was no commander, Hdt.9.23; οὐκ ἐρεῖτ' ἀ. A.Supp.906.    II lawlessness, anarchy, δημόθρους ἀναρχία Id.Ag.883, cf. Th.6.72; ἀ. καὶ ἀνομία Pl. R.575a; opp. ἐλευθερία, 560e; ἀ. καὶ ἀταξία Arist.Pol.1302b29; ἀ. δούλων καὶ γυναικῶν their independence, ib. 1319b28.    III at Athens, a year during which there was no archon, X.HG2.3.1, Arist.Ath. 13.1.    IV not holding office, Arr.Epict.3.20.17.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, Mangel an Befehlshabern, Herrenlosigkeit, Her. 9, 23; vgl. Aesch. Suppl. 888; Xen. An. 3, 2, 29. Bes. Ungehorsam gegen den Herrscher, Aesch. Spt. 1021 Ag. 857 Soph. Ant. 668; übh. Mangel an geordneter Regierung, Anarchie, neben ἀνομία Plat. Rep. IX, 575 a VIII, 560 ff u. Sp. In Athen hieß so bes. das Jahr (Ol. 94, 1) unter den 30 Tyrannen, wo kein Archon war, Xen. Hell. 2, 3. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρχία: ἡ, (ἄναρχος) ἔλλειψις ἀρχηγοῦ, ἄρχοντος, ἀναρχίης ἐούσης, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν ἀρχηγός, Ἡρόδ. 9. 23· οὐκ ἐρεῖτ’ ἀν. Αἰσχύλ. Ἱκ. 906. ΙΙ. ἡ κατάστασις λαοῦ διατελοῦντος ἄνευ νομίμου ἀρχῆς, δημόθρους ἀναρχία Αἰσχύλ. Ἀγ. 883, πρβλ. Θουκ. 6. 72· ἀν καὶ ἀνομία, ἀν. καὶ ἀσωτία Πλάτ. Πολ. 575Α, 560Ε· ἀν. καὶ ἀταξία Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 5· ἀν. δούλων καὶ γυναικῶν, ἡ ἀνεξαρτησία αὐτῶν, αὐτόθι 6. 4, 20. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδόθη εἰς τὴν περίοδον καθ’ ἣν ἦρχον οἱ τριάκοντα τύραννοι (404 π.Χ.), ὅτε δὲν ὑπῆρχεν ἄρχων, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1, πρβλ. Οὐολφ. Προλεγ. εἰς Δημ. πρὸς Λεπτίν. σ. CXXVIII.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 absence de chef, état d’un peuple (régulièrement) sans chef;
2 en mauv. part manque de chef ou d’autorité, anarchie;
3 à Athènes l’année sans archontes, càd celle des 30 Tyrans.
Étymologie: ἄναρχος.