ἀνεψιός: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεψιός''': ὁ πρῶτος [[ἐξάδελφος]] ἢ ἐν γένει [[ἐξάδελφος]], Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. [[ἀνεψιά]]. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, [[ἀνεψιός]], Ἡρόδ. 7. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ [[ἀνεψιός]], -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ [[θεῖος]], [[θεία]]. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ [[Ὅμηρος]] ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[νέποδες]], ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô ([[συγγενής]]), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt ([[ἀδελφή]]), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21). | |lstext='''ἀνεψιός''': ὁ πρῶτος [[ἐξάδελφος]] ἢ ἐν γένει [[ἐξάδελφος]], Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. [[ἀνεψιά]]. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, [[ἀνεψιός]], Ἡρόδ. 7. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ [[ἀνεψιός]], -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ [[θεῖος]], [[θεία]]. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ [[Ὅμηρος]] ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[νέποδες]], ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô ([[συγγενής]]), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt ([[ἀδελφή]]), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin germain ; cousin.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. <i>lat.</i> nepos. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A first cousin, or generally, cousin, Il.9.464, Hdt.5.30,7.82, A.Pr.856, Com.Adesp.58D., etc., v. esp. And.1.47; ἀ. πρὸς πατρός Is.11.2; ἐκ πατρός Theoc.22.170: comically, ἐγχέλεων ἀ. Stratt.39. [ἀνεψιοῦ κταμένοιο Il.15.554, = ἀνεψιόο κτ., cf. Q.S.3.295.] (Cf. Skt. ναπᾱτ 'grandson', Lat. nepos, etc.)
German (Pape)
[Seite 228] ὁ, Geschwistersohn (Andoc. 1, 47 οὗτος ἀν. ἐμός· ἡ μήτηρ ἡ ἐκείνου καὶ ὁ πατἡρ ὁ ἐμὸς ἀδελφοί, u. nachher ἀν. καὶ οὗτος τοῦ πατρός· αἱ μητέρες ἀδελφαί) von Hom. an [der Il. 15, 554 in ἀνεψιοῦ das ι lang braucht] überall; auch allgem. entferntere Blutsverwandte, Vetter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεψιός: ὁ πρῶτος ἐξάδελφος ἢ ἐν γένει ἐξάδελφος, Ἰλ. Ι. 494. Ἡρόδ. 5. 30., 7. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 856, κτλ., ἴδε ἰδίως Ἀνδοκ. 7, 20· ἀνεψ. πρὸς πατρὸς Ἰσαῖος 83. 8· ἐκ πατρὸς Θεόκρ. 22. 170: κωμικῶς, ἐγχέλεων ἀνεψιὸς Στράττις ἐν «Ποταμίοις» 3: πρβλ. θηλ. ἀνεψιά. 2) ὡς παρ’ ἡμῖν, ἀνεψιός, Ἡρόδ. 7. 5· οὕτως ἐν τῷ Βυζαντ. δικαίῳ ἀνεψιός, -ιά, ὡς παρ’ ἡμῖν, ἔχει δὲ συσχετικὸν τὸ θεῖος, θεία. [Ὅταν ἡ λήγουσα ἐν τῇ κλίσει τῆς λέξεως ἐκτείνηται, ὁ Ὅμηρος ἐκτείνει καὶ τὴν παραλήγουσαν, ὡς π.χ. ἀνεψῑοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ο. 554, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 3. 295]. Ἐκ ÖΝΕΠ ὁπόθεν καὶ τὸ νέποδες, ὃ ἴδε: - πρβλ. Σανσκρ. naptar, napât (nepos), napti (neptis)· Ζενδ. naptar, napat, θηλ. napti καὶ napta (οἰκογένεια), Λατ. nepos, neptis. Γοτθ. nithjîs, θηλ. nithjô (συγγενής), Παλαιο-Σκανδ. nefi (nepos) nipt (ἀδελφή), Ἀγγλο-Σαξ, nefa, Παλ. Ὑψ. Γερμ. nefo, niftila: - Τὸ α ἐν τῷ ἀνεψιὸς φαίνεται ὅτι εἶναι ἀθροιστ., οἱονεὶ con-nepos, M. Müller ἐν τοῖς Oxf. Essays 1856, σ. 21).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cousin germain ; cousin.
Étymologie: p. *ἀνέπτιος, ἀ- cop., νεπ- ; cf. lat. nepos.