λιπαυγής: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπαυγής''': -ές, ἐστερημένος φωτός, [[σκοτεινός]], [[ἀνήλιος]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· [[τυφλός]], Ἀνθ. Π. 9. 13· [[ἐντεῦθεν]] λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]]. | |lstext='''λῐπαυγής''': -ές, ἐστερημένος φωτός, [[σκοτεινός]], [[ἀνήλιος]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· [[τυφλός]], Ἀνθ. Π. 9. 13· [[ἐντεῦθεν]] λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans lumière, sombre, obscur;<br /><b>2</b> aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[αὐγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A deserted by light, dark, sunless, IG12(5).891.5 (Tenos), Orph.H.18.2; blind, AP9.13 (Pl. Jun.).
German (Pape)
[Seite 51] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπαυγής: -ές, ἐστερημένος φωτός, σκοτεινός, ἀνήλιος, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· τυφλός, Ἀνθ. Π. 9. 13· ἐντεῦθεν λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sans lumière, sombre, obscur;
2 aveugle.
Étymologie: λείπω, αὐγή.