δημηγορέω: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημηγορέω''': εἶμαι [[δημηγόρος]], λαλῶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου, Λατ. conionari, Ἀριστοφ. Ἱππ. 956, κτλ.· πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμὲ Δημ. 245. 9· δ. [[περί]] τινος Λυσ. 144. 5· δ. [[πρός]] τινας Πλάτ. Νόμ. 817C· ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 72· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., δ. λόγον Δημ. 345. 29· δ. τι [[παρά]] τισι ὁ αὐτ. 657. 3. - Παθ., τὰ δεδημηγορευμένα, δημόσιαι ἀγορεύσεις, δημηγορίαι, ὁ αὐτ. 344. 2. ΙΙ. ἰδίως = [[ἀγορεύω]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν τοῦ δήμου, [[κάμνω]] ἀγορεύσεις πλήρεις δημαγωγικῶν σοφισμάτων, [[ἀγορεύω]] ad captandum, μεταχειρίζομαι δημαγωγικὰ τεχνάσματα, Πλάτ. Γοργ. 482C, 503Β, Θεαιτ. 162D, Πολ. 350Ε· τῶν δημηγοριῶν ὧν δημ. Δημ. 579. 15· δημ. πρὸς [[χάριν]], πρὸς ἡδονὴν ὁ αὐτ. 29. 17., 51. 9. - Πρβλ. [[δημόομαι]], [[ῥητορεύω]]. | |lstext='''δημηγορέω''': εἶμαι [[δημηγόρος]], λαλῶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου, Λατ. conionari, Ἀριστοφ. Ἱππ. 956, κτλ.· πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμὲ Δημ. 245. 9· δ. [[περί]] τινος Λυσ. 144. 5· δ. [[πρός]] τινας Πλάτ. Νόμ. 817C· ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 72· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., δ. λόγον Δημ. 345. 29· δ. τι [[παρά]] τισι ὁ αὐτ. 657. 3. - Παθ., τὰ δεδημηγορευμένα, δημόσιαι ἀγορεύσεις, δημηγορίαι, ὁ αὐτ. 344. 2. ΙΙ. ἰδίως = [[ἀγορεύω]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν τοῦ δήμου, [[κάμνω]] ἀγορεύσεις πλήρεις δημαγωγικῶν σοφισμάτων, [[ἀγορεύω]] ad captandum, μεταχειρίζομαι δημαγωγικὰ τεχνάσματα, Πλάτ. Γοργ. 482C, 503Β, Θεαιτ. 162D, Πολ. 350Ε· τῶν δημηγοριῶν ὧν δημ. Δημ. 579. 15· δημ. πρὸς [[χάριν]], πρὸς ἡδονὴν ὁ αὐτ. 29. 17., 51. 9. - Πρβλ. [[δημόομαι]], [[ῥητορεύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δημηγορήσω;<br /><b>1</b> parler devant le peuple;<br /><b>2</b> parler comme un démagogue, de façon à capter la foule.<br />'''Étymologie:''' [[δημηγόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A practise speaking in the assembly, Ar.Eq.956, etc.; πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμέ D.18.60; δ. περί τινος Lys.14.45; δ. πρός τινας Pl.Lg.817c; ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Fr.83: c. acc. cogn., δ. καὶ συνηγορεῖν λόγους D.19.15; δ. λόγον παρά τισι Id.23.110:—Pass., τὰ δεδημηγορημένα public speeches, Id.19.9. II esp. make popular speeches, use clap-trap, ταῦτα δημηγορεῖς Pl.Grg.482c: abs., ib.503b, Tht.162d, R.350e; τῶν δημηγοριῶν ὧν δ. D.21.202; δ. πρὸς χάριν, πρὸς ἡδονήν, Id.3.3,4.38, cf. Hermog.Meth.1.
German (Pape)
[Seite 561] ein Volksredner sein, zum Volke sprechen, Ar. Equ. 951 u. öfter; Xen. Mem. 3, 6, 1; πρὸς παῖδας καὶ γυναῖκας, öffentlich zu ihnen sprechen, Plat. Legg. VII, 817 c; u. öfter bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 22; Lys. 6, 33; λόγους, Dem. 19, 15; τὰ δεδημηγορηαένα, 19, 9; πρὸς χάριν 3, 3; u. ohne Zusatz, den Zuhörern Angenehmes, nicht das Wahre u. Nützliche sprechen, wie die Redner das Volk durch Redekünste irre führten, vgl. Plat. Gorg. 482 c u. 519 d.
Greek (Liddell-Scott)
δημηγορέω: εἶμαι δημηγόρος, λαλῶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου, Λατ. conionari, Ἀριστοφ. Ἱππ. 956, κτλ.· πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμὲ Δημ. 245. 9· δ. περί τινος Λυσ. 144. 5· δ. πρός τινας Πλάτ. Νόμ. 817C· ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 72· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. λόγον Δημ. 345. 29· δ. τι παρά τισι ὁ αὐτ. 657. 3. - Παθ., τὰ δεδημηγορευμένα, δημόσιαι ἀγορεύσεις, δημηγορίαι, ὁ αὐτ. 344. 2. ΙΙ. ἰδίως = ἀγορεύω οὕτως ὥστε νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν τοῦ δήμου, κάμνω ἀγορεύσεις πλήρεις δημαγωγικῶν σοφισμάτων, ἀγορεύω ad captandum, μεταχειρίζομαι δημαγωγικὰ τεχνάσματα, Πλάτ. Γοργ. 482C, 503Β, Θεαιτ. 162D, Πολ. 350Ε· τῶν δημηγοριῶν ὧν δημ. Δημ. 579. 15· δημ. πρὸς χάριν, πρὸς ἡδονὴν ὁ αὐτ. 29. 17., 51. 9. - Πρβλ. δημόομαι, ῥητορεύω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. δημηγορήσω;
1 parler devant le peuple;
2 parler comme un démagogue, de façon à capter la foule.
Étymologie: δημηγόρος.