ἁπλόω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.
|lstext='''ἁπλόω''': μέλλ. -ώσω, ([[ἁπλοῦς]]) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, [[ἀναπτύσσω]], [[ἐκτείνω]], ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· [[σῶμα]] Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο [[ἁπλοῦς]], Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[συνήθης]] παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἁπλώσω, <i>ao.</i> [[ἥπλωσα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ἡπλώθην]], <i>pf.</i> [[ἥπλωμαι]];<br /><b>1</b> déplier, déployer, étendre ; <i>Pass.</i> s’étendre, se déployer;<br /><b>2</b> rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλόος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλόω Medium diacritics: ἁπλόω Low diacritics: απλόω Capitals: ΑΠΛΟΩ
Transliteration A: haplóō Transliteration B: haploō Transliteration C: aploo Beta Code: a(plo/w

English (LSJ)

(ἁπλοῦς)

   A make single, unfold, spread out, οὐρήν Batr.74 (v. l.), cf. 80; σῶμα AP11.107 (Lucill.); ἱστία Orph.A.360, etc.; σαγήνην Alciphr.3.3; φάλαγγα Paus.4.11.2; δακτύλους Sor.1.73; ἁ. τὸν ἄργυρον beat it thin, Anacreont.4.5; expose a wound, Just. Nov.111 Pr.:—Pass., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [the fish] lay stretched out .., Babr.4.5; ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡπλωμένῃ open ground, Gp.12.18.1; ἁπλωθέντων ἱστίων Lib.Or.11.264:—Med., AP10.9, Orph.A.278, D.P.235.    2 metaph., ἅπλωσον σεαυτόν be simple, M.Ant.4.26:—Pass., to be simplified, Plot.6.7.35; but, to be expanded, Id.3.5.9 (fort. ἐξαπλ-).    3 make plain, ὁδόν LXX Jb.22.3.

German (Pape)

[Seite 293] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); ἱστία Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς σῶμα Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλόω: μέλλ. -ώσω, (ἁπλοῦς) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, ἀναπτύσσω, ἐκτείνω, ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· σῶμα Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο ἁπλοῦς, Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ λέξις εἶναι συνήθης παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἁπλώσω, ao. ἥπλωσα, pf. inus.
Pass. ao. ἡπλώθην, pf. ἥπλωμαι;
1 déplier, déployer, étendre ; Pass. s’étendre, se déployer;
2 rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.
Étymologie: ἁπλόος.