ἀστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστικός''': -ή, -όν, (ἄστυ) ὁ τοῦ ἄστεως, ὁ εἰς ἄστυ ἀνήκων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀγροτικός]] ἤ κατ’ ἀγρούς˙ - λεὼς ἀστικὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 997˙ βωμοὶ ὁ αὐτ. Ἱκ. 501˙ τὰ ἀστικὰ [[Διονύσια]] ([[ἐπίσης]] καλούμενα τὰ κατ’ ἄστυ) Θουκ. 5. 20, ἴδε ἐν λ. [[Διονύσια]] IV: [[ὡσαύτως]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξενικὸς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 618˙ ἀστικαὶ δίκαι, αἱ μεταξὺ ἀστῶν δίκαι, Λυσ. 148. 21. 2) ὡς οὐσιαστ. = [[ἀστός]], Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4269d. II. ὁ ἀγαπῶν τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐν πόλει βίον, Δημ. 1274. 24. 2) ὡς τὸ [[ἀστεῖος]], [[εὐγενής]], [[λεπτός]], [[ἐπίχαρις]], ἀστικά (ὡς ἐπίρρ.) Θεόκρ. 20. 4. - ἐν τοῖς χειρογρ. [[πολλάκις]] γράφεται ἀστυκός διὰ τοῦ υ, ἴδε Bremi Λυσ. περὶ δημ. ἀδικ. 3˙ - ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 171 κἑξ.
|lstext='''ἀστικός''': -ή, -όν, (ἄστυ) ὁ τοῦ ἄστεως, ὁ εἰς ἄστυ ἀνήκων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀγροτικός]] ἤ κατ’ ἀγρούς˙ - λεὼς ἀστικὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 997˙ βωμοὶ ὁ αὐτ. Ἱκ. 501˙ τὰ ἀστικὰ [[Διονύσια]] ([[ἐπίσης]] καλούμενα τὰ κατ’ ἄστυ) Θουκ. 5. 20, ἴδε ἐν λ. [[Διονύσια]] IV: [[ὡσαύτως]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξενικὸς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 618˙ ἀστικαὶ δίκαι, αἱ μεταξὺ ἀστῶν δίκαι, Λυσ. 148. 21. 2) ὡς οὐσιαστ. = [[ἀστός]], Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4269d. II. ὁ ἀγαπῶν τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐν πόλει βίον, Δημ. 1274. 24. 2) ὡς τὸ [[ἀστεῖος]], [[εὐγενής]], [[λεπτός]], [[ἐπίχαρις]], ἀστικά (ὡς ἐπίρρ.) Θεόκρ. 20. 4. - ἐν τοῖς χειρογρ. [[πολλάκις]] γράφεται ἀστυκός διὰ τοῦ υ, ἴδε Bremi Λυσ. περὶ δημ. ἀδικ. 3˙ - ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 171 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la ville :<br /><b>I.</b> urbain, citadin :<br /><b>1</b> qui réside dans la ville ; [[οἱ]] ἀστικοί les citadins;<br /><b>2</b> qui se fait dans la ville (fête, sacrifice);<br /><b>3</b> qui concerne les habitants de la ville;<br /><b>4</b> qui sent le citadin, de bon ton, poli;<br /><b>II.</b> de la ville d’Athènes ; national <i>p. opp. à étranger</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστυ]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστικός Medium diacritics: ἀστικός Low diacritics: αστικός Capitals: ΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: astikós Transliteration B: astikos Transliteration C: astikos Beta Code: a)stiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄστυ)

   A of a city or town, opp. country, λεὼς ἀ. A. Eu.997; βωμοί Id.Supp.501; epith. of Hecate, IG9(2).575 (Larissa, v B. C.); τὰ ἀ. Διονύσια( = τὰ κατ' ἄστυ) Th.5.20; home, opp. ξενικός (foreign), A.Supp.618; ἀ. δίκαι suits between citizens, Lys.17.3; ἀ. δικαστήριον IG12(7).3.32 (Amorgos); ἀ. νόμοι POxy.706.9 (ii A. D.).    2 as Subst., = ἀστός, TAM2.377,886 (Xanthus).    b ἀστικοί, οἱ, = Lat. cohortes urbanae, D.C.56.32, 59.2; ἀστικόν, τό, Id.55.24.    II fond of the town or town life, D.55.11.    2 = ἀστεῖος, polite, ἀστικά, as Adv., opp. ἀγροίκως, Theoc.20.4.—In codd. often written ἀστυκός.

German (Pape)

[Seite 376] städtisch, a) zur Stadt gehörig, λεώς Aesch. Eum. 951; βωμός Suppl. 496; άστικαὶ δίκαι, Prozesse unter den Bürgern, Lys. 17, 3; οἱ ἀστικοί, die Städter, so Dem. 55, 11. – b) sein gebildet, witzig, dem bäurischen, ἄγροικος, entgeggstzt, Men. B. A. 454.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστικός: -ή, -όν, (ἄστυ) ὁ τοῦ ἄστεως, ὁ εἰς ἄστυ ἀνήκων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀγροτικός ἤ κατ’ ἀγρούς˙ - λεὼς ἀστικὸς Αἰσχύλ. Εὐμ. 997˙ βωμοὶ ὁ αὐτ. Ἱκ. 501˙ τὰ ἀστικὰ Διονύσια (ἐπίσης καλούμενα τὰ κατ’ ἄστυ) Θουκ. 5. 20, ἴδε ἐν λ. Διονύσια IV: ὡσαύτως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξενικὸς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 618˙ ἀστικαὶ δίκαι, αἱ μεταξὺ ἀστῶν δίκαι, Λυσ. 148. 21. 2) ὡς οὐσιαστ. = ἀστός, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4269d. II. ὁ ἀγαπῶν τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐν πόλει βίον, Δημ. 1274. 24. 2) ὡς τὸ ἀστεῖος, εὐγενής, λεπτός, ἐπίχαρις, ἀστικά (ὡς ἐπίρρ.) Θεόκρ. 20. 4. - ἐν τοῖς χειρογρ. πολλάκις γράφεται ἀστυκός διὰ τοῦ υ, ἴδε Bremi Λυσ. περὶ δημ. ἀδικ. 3˙ - ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 171 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la ville :
I. urbain, citadin :
1 qui réside dans la ville ; οἱ ἀστικοί les citadins;
2 qui se fait dans la ville (fête, sacrifice);
3 qui concerne les habitants de la ville;
4 qui sent le citadin, de bon ton, poli;
II. de la ville d’Athènes ; national p. opp. à étranger.
Étymologie: ἄστυ.