ἀστερωπός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστερωπός''': -όν, [[ἀστεροειδής]], [[ὅμοιος]] ἀστέρι, [[λαμπρός]], οὔτ’ ἀστερωπὸν [[ὄμμα]] Λητῴας κόρης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169˙ [[σελήνη]] Εὐρ. Ἱππ. 851, [[ὅπου]] [[ὅμως]], ὡς ἐν Φοιν. 129, ὁ [[τύπος]] [[ἀστρωπός]] (διατηρηθεὶς ἐν χειρογρ. Ἡρ. Μαιν. 406) ἀναγιγνώσκεται [[χάριν]] τοῦ μέτρου ὑπὸ τοῦ Δινδ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀστέρας ὡς ὀφθαλμούς, [[κατάστερος]], [[αἰθήρ]] Εὐρ. Ἴων 1079.
|lstext='''ἀστερωπός''': -όν, [[ἀστεροειδής]], [[ὅμοιος]] ἀστέρι, [[λαμπρός]], οὔτ’ ἀστερωπὸν [[ὄμμα]] Λητῴας κόρης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169˙ [[σελήνη]] Εὐρ. Ἱππ. 851, [[ὅπου]] [[ὅμως]], ὡς ἐν Φοιν. 129, ὁ [[τύπος]] [[ἀστρωπός]] (διατηρηθεὶς ἐν χειρογρ. Ἡρ. Μαιν. 406) ἀναγιγνώσκεται [[χάριν]] τοῦ μέτρου ὑπὸ τοῦ Δινδ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀστέρας ὡς ὀφθαλμούς, [[κατάστερος]], [[αἰθήρ]] Εὐρ. Ἴων 1079.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />brillant comme une étoile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]], [[ὤψ]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερωπός Medium diacritics: ἀστερωπός Low diacritics: αστερωπός Capitals: ΑΣΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: asterōpós Transliteration B: asterōpos Transliteration C: asteropos Beta Code: a)sterwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A star-faced, star-like, bright-shining, ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170; νυκτὸς ἀ. σέλας E.Hipp.851 (lyr.), cf. Ph.129 (lyr.).    II star-eyed, starry, αἰθήρ E.Ion 1078 (lyr.); ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias 25.33D.

German (Pape)

[Seite 375] mit Sternenblick, ὄμμα Aesch. frg. 159; αἰθήρ Eur. Ion 1078; σελάνα Hipp. 851; vgl. Phoen. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερωπός: -όν, ἀστεροειδής, ὅμοιος ἀστέρι, λαμπρός, οὔτ’ ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169˙ σελήνη Εὐρ. Ἱππ. 851, ὅπου ὅμως, ὡς ἐν Φοιν. 129, ὁ τύπος ἀστρωπός (διατηρηθεὶς ἐν χειρογρ. Ἡρ. Μαιν. 406) ἀναγιγνώσκεται χάριν τοῦ μέτρου ὑπὸ τοῦ Δινδ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀστέρας ὡς ὀφθαλμούς, κατάστερος, αἰθήρ Εὐρ. Ἴων 1079.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
brillant comme une étoile.
Étymologie: ἀστήρ, ὤψ.