διαφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε [[πρόσωπον]] Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν [[φύσεις]] Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. [[χῶρος]], ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· [[μέλαν]] τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) [[λάμπω]], εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ [[ἐπίσημος]] μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι [[διαφανής]], Φιλήμ. Συνεφ. 1· [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἡμέρα]], ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78.
|lstext='''διαφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε [[πρόσωπον]] Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν [[φύσεις]] Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. [[χῶρος]], ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· [[μέλαν]] τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) [[λάμπω]], εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ [[ἐπίσημος]] μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι [[διαφανής]], Φιλήμ. Συνεφ. 1· [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἡμέρα]], ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire voir à travers, laisser entrevoir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se laisser entrevoir, se faire voir, se montrer ; ἠὼς διέφαινε HDT l’aurore commençait à paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαφαίνομαι (<i>f.</i> διαφανοῦμαι <i>ou</i> διαφανήσομαι);<br /><b>1</b> se laisser voir entre : νεκύων IL entre les cadavres;<br /><b>2</b> se laisser voir à travers (une substance transparente);<br /><b>3</b> brûler en jetant une lueur brillante;<br /><b>4</b> se montrer clairement, être <i>ou</i> devenir évident;<br /><b>5</b> briller, se distinguer entre tous.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφαίνω Medium diacritics: διαφαίνω Low diacritics: διαφαίνω Capitals: ΔΙΑΦΑΙΝΩ
Transliteration A: diaphaínō Transliteration B: diaphainō Transliteration C: diafaino Beta Code: diafai/nw

English (LSJ)

   A show through, let a thing be seen through, τὴν λευκότητα δ. Arist.GA735b20; Ἀὼς καλὸν διέφαινε πρόσωπον Theoc.18.26; δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Plb.12.24.1.    2 allow light to pass, Hero Aut. 27.1.    3 convey (to the reader), κατασκευήν Phld.Po.2.35.    II Pass., show through, νεκύων δ. χῶρος showed clear of dead bodies, Il. 8.491; to be seen through a transparent substance, Hdt.3.24; μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον impervious to light, Arist.GA780a34, cf.Pr.936a8; λίθος διαφαινόμενος transparent stone, Agatharch.82.    2 to glow, to be red-hot, μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Od.9.379.    3 metaph., to be proved, show itself, ἐν πείρα τέλος -εται Pi.N.3.71, cf. Th.2.51; to be conspicuous, δυνάμει ταῦτα μέγιστα διεφάνη Id.1.18; stand out, excel, πάνθ' ἁπλῶς ἂ διαφαίνεται prob. in Phld.Po.5.4.    III intr., show light through, to be transparent, ἱμάτια -οντα Philem.81; dawn, ἡμέρης -ούσης Hdt.7.219, cf. 8.83: metaph., shine through, τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τοῦ προσώπου διαφαίνει X.Mem.3.10.5.    2 πυρὰ διέφᾱνε (Dor. aor. 1) the pyre parted its flames, so as to allow a passage, Pi.P.3.44 (v.l. -φαινε).

German (Pape)

[Seite 609] (s. φαίνω), durchscheinenlassen; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Pol. 12, 24, 1; Theocr. 18, 26; διαφαίνοντα ἱμάτια Philem. Ol. Alex. paed. 2 p. 90; zeigen, ἀλκήν Plut. Thes. 6; sonst intrans., wie das pass., τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τῶν σχημάτων διαφαίνει Xen. Mem. 3, 10, 5; ἤδη διαφαινούσης τῆς ἡμέρης, als der Tag durchleuchtete, anbrach, Her. 7, 219; ἠὼς διέφαινε 8, 38. 9. 47; vgl. Pol. 18, 2, 5; καιομένα διέφανε πυρά Pind. P. 3, 44. – Pass., hindurchscheinen, sichtbar werden: Hom. Odyss. 9, 379 vom glühenden Hebel διεφαίνετο δ' αἰνῶς; Iliad. 8, 491. 10, 199 ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος (πιπτόντων), wo durch oder zwischen den Todten hindurch sich eine (freie) Stelle zeigte; – ἐν πείρᾳ τέλος διαφαίνεται Pind. P. 3, 44 sich zeigen, Thuc. 1, 19 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε πρόσωπον Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. χῶρος, ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· μέλαν τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) λάμπω, εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ ἐπίσημος μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι διαφανής, Φιλήμ. Συνεφ. 1· διαυγάζω, ἀνατέλλω, ἡμέρα, ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., διαλάμπω, λάμπω διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire voir à travers, laisser entrevoir;
2 intr. se laisser entrevoir, se faire voir, se montrer ; ἠὼς διέφαινε HDT l’aurore commençait à paraître;
Moy. διαφαίνομαι (f. διαφανοῦμαι ou διαφανήσομαι);
1 se laisser voir entre : νεκύων IL entre les cadavres;
2 se laisser voir à travers (une substance transparente);
3 brûler en jetant une lueur brillante;
4 se montrer clairement, être ou devenir évident;
5 briller, se distinguer entre tous.
Étymologie: διά, φαίνω.