δυσάλγητος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσάλγητος''': -ον, [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. [[ἀναίσθητος]], [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνάλγητος]], Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ [[δυσάλγητος]] φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.
|lstext='''δυσάλγητος''': -ον, [[λίαν]] [[ἀλγεινός]], ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. [[ἀναίσθητος]], [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνάλγητος]], Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ [[δυσάλγητος]] φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insensible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀλγέω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάλγητος Medium diacritics: δυσάλγητος Low diacritics: δυσάλγητος Capitals: ΔΥΣΑΛΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dysálgētos Transliteration B: dysalgētos Transliteration C: dysalgitos Beta Code: dusa/lghtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to be borne, most painful, Eup. 410.    II unfeeling, hard-hearted, S.OT12; δειλὸς ἢ δ. φρένας Id.Fr.952.

German (Pape)

[Seite 675] 1) unempfindlich, Soph. O. R. 12. – 2) sehr schmerzlich, Eupolis bei Poll. 3, 130.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάλγητος: -ον, λίαν ἀλγεινός, ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. ἀναίσθητος, σκληροκάρδιος, ἀνάλγητος, Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ δυσάλγητος φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insensible.
Étymologie: δυσ-, ἀλγέω.