δυσφροσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσφροσύνη''': ἡ, [[στενοχωρία]], [[μέριμνα]], [[φροντίς]], Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων. | |lstext='''δυσφροσύνη''': ἡ, [[στενοχωρία]], [[μέριμνα]], [[φροντίς]], Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />chagrin, inquiétude.<br />'''Étymologie:''' [[δύσφρων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A anxiety, care, Hes. Th.528, Simon.86 (both times in Ep. gen. pl. δυσφροσυνάων): pl., E.Tr.597 (lyr.), Ph.2.75.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, Mißmuth, Kummer; Hes. Th. 528, im plur.; vgl. Simonid. Ath. X, 447 a.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφροσύνη: ἡ, στενοχωρία, μέριμνα, φροντίς, Ἡσ. Θ. 528, Σιμων. παρ’ Ἀθην. 447Α, - ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατὰ Ἐπ. γεν. πληθ. δυσφροσυνάων.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chagrin, inquiétude.
Étymologie: δύσφρων.