εἰσρέω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· [[ὡσαύτως]] παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι [[ἐντός]], Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐκρέω]], ἐκρεῖν τε [[ἐντεῦθεν]] καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., [[πλοῦτος]] εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ [[νόμισμα]] εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ [[πάθος]] εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· [[πόθος]] εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20. | |lstext='''εἰσρέω''': μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· [[ὡσαύτως]] παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι [[ἐντός]], Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐκρέω]], ἐκρεῖν τε [[ἐντεῦθεν]] καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., [[πλοῦτος]] εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ [[νόμισμα]] εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ [[πάθος]] εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· [[ἁμάρτημα]] εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· [[πόθος]] εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> εἰσρυήσομαι, <i>ao.2</i> εἰσερρύην;<br />couler dans ; <i>fig.</i> affluer <i>ou</i> circuler <i>en parl. de la richesse, de la monnaie</i> ; [[πόθος]] [[εἰσερρύη]] πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ρυήσομαι Isoc.8.140, Luc. Alex.42: aor. -ερρύην:— stream in or into, E.IT260; opp. ἐκρεῖν, Pl.Phd.112b : metaph., πλοῦτος εἰ. εἰς τὴν πόλιν Isoc. l.c. ; εἰσερρύη νόμισμα εἰς τὴν Σπάρτην Plu.Lyc.30 ; τὸ πάθος εἰσερρύη slipped in, Pl.Phdr.262b ; ἐπιστμαι εἰσρέουσι Id.Phlb.62c ; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D.H.Rh.10.17 ; πόθος εἰσερρύη πάντας εὐνομίας Plu.Num.20.
German (Pape)
[Seite 746] (s. ῥέω), hineinfließen, -strömen; Eur. I. T. 260; Ggstz ἐκρέω, Plat. Phaed. 112 a; πλοῦτον εἰς τὴν πόλιν εἰσρυήσεσθαι Isocr. 8, 140. Uebertr. von ἐπιστῆμαι, Plat. Phil. 62 c; τὸ πάθος εἰσεῤῥύη, hineinkommen, entstehen; πόθος εἰσεῤῥύη πάντας, Alle ergriff die Sehnsucht, Plut. Num. 20; νόμισμα εἰσεῤῥύη εἰς τὴν Σπάρτην, kam in Umlauf, Lyc. 30; ὴ ἀγαθὴ τύχη εἰς τὴν οἰκίαν Luc. Alex. 42; ἁμάρτημα εἰσρεῖ D. Hal. rhet. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσρέω: μέλλ. -ρεύσομαι (σπανιώτατ. περ’ Ἀττ.)· ὡσαύτως παθ. μέλλ. -ρυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἀόρ. -ερρύην· - χύνομαι ἐντός, Εὐρ. Ι. Τ. 260, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐκρέω, ἐκρεῖν τε ἐντεῦθεν καὶ εἰσρεῖν πάντα τὰ ῥεύματα Πλάτ. Φαίδων 112Α, κτλ.· μεταφ., πλοῦτος εἰσρεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., τὸ νόμισμα εἰσερρύη, εἰς τὴν Σπάρτην Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. τὸ πάθος εἰσερρύη, εἰσέρρευσε, Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἐπιστῆμαι εἰσρέουσι ὁ αὐτ. Φίληβ. 62C· ἁμάρτημα εἰσρεῖ Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 10, 17· πόθος εἰσερρύη πάντας Πλουτ. Νουμ. 20.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσρυήσομαι, ao.2 εἰσερρύην;
couler dans ; fig. affluer ou circuler en parl. de la richesse, de la monnaie ; πόθος εἰσερρύη πάντας PLUT le regret se glissa dans tous les cœurs.
Étymologie: εἰς, ῥέω.